Η COP30 στη Βραζιλία είχε από την αρχή έναν συμβολισμό που δύσκολα μπορούσε να αγνοηθεί. Η διοργάνωση στην καρδιά του Αμαζονίου δημιουργούσε την αίσθηση ότι φέτος οι τροπικοί δασοί και οι λαοί που τους προστατεύουν θα βρίσκονταν στο επίκεντρο. Τελικά, η πραγματικότητα αποδείχτηκε πιο σύνθετη.
.
Η διάσκεψη έκλεισε με σημαντικές χρηματοδοτικές δεσμεύσεις και με ιστορικά υψηλή εκπροσώπηση των ιθαγενών πληθυσμών, αλλά χωρίς το σχέδιο που πολλοί θεωρούσαν αναγκαίο για να μπει πραγματικό φρένο στην αποψίλωση.
Η εικόνα ήταν διπλή. Από τη μία, οι χώρες ξεκλείδωσαν δισεκατομμύρια για τη στήριξη των δασών, με τη Γερμανία να ανακοινώνει 1 δισ. ευρώ για το Tropical Forests Forever Facility της Βραζιλίας, ανεβάζοντας τη συνολική χρηματοδότηση στα περίπου 7 δισ. δολάρια. Στο ίδιο κλίμα, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανακοίνωσαν τη στήριξή τους σε μια πρωτοβουλία 2,5 δισ. δολαρίων για την προστασία του δάσους του Κονγκό. Το μήνυμα ήταν σαφές: η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει πως οι τροπικοί δασοί είναι κρίσιμος παράγοντας στη μάχη ενάντια στην κλιματική κρίση.
Από την άλλη όμως, το κρίσιμο σημείο έμεινε μετέωρο. Το τελικό κείμενο δεν περιλαμβάνει σχέδιο για τον τερματισμό της αποψίλωσης έως το 2030, μια δέσμευση που οι χώρες είχαν αναλάβει μόλις δύο χρόνια νωρίτερα στο Ντουμπάι. Η πρόταση για έναν συγκεκριμένο «οδικό χάρτη» αποσύρθηκε από τη συμφωνία, αφήνοντας πίσω μόνο ένα εθελοντικό πλαίσιο. Για τις οργανώσεις και τους ειδικούς που πίεζαν μήνες για μια πιο δεσμευτική λύση, αυτό ήταν μια ηχηρή απογοήτευση. Ακόμη και οι ίδιοι οι αξιωματούχοι των χωρών της Λατινικής Αμερικής δεν έκρυψαν τη δυσαρέσκειά τους, μιλώντας για χαμένη ευκαιρία σε μια περίοδο που η Αμαζονία βρίσκεται στα όρια.
Την ίδια στιγμή, η COP30 εξελίχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες στιγμές πολιτικής παρουσίας των ιθαγενών λαών. Περισσότεροι από 3.000 εκπρόσωποι έφτασαν στο Μπέλεμ, ζητώντας ουσιαστικότερη συμμετοχή στις αποφάσεις που τους αφορούν άμεσα. Δεν ήταν απλώς μια συμβολική παρουσία. Η κυβέρνηση της Βραζιλίας ανακοίνωσε την οριοθέτηση δέκα νέων ιθαγενικών περιοχών, συνολικής έκτασης σχεδόν 1.000 τετραγωνικών μιλίων, ενώ περίπου το 20% του νέου δασικού ταμείου αναμένεται να κατευθυνθεί σε κοινότητες που προστατεύουν τα δάση. Οι ίδιοι πάντως δεν έφυγαν χωρίς πικρία· το αίτημα να αναγνωριστεί επίσημα ότι η οριοθέτηση των εδαφών τους αποτελεί κλιματική πολιτική δεν έγινε δεκτό, παρά το γεγονός ότι οι έρευνες δείχνουν πως τα ιθαγενικά εδάφη είναι από τα πιο αποτελεσματικά αναχώματα στην αποψίλωση.
Το κλίμα στην Αμαζονία παραμένει δύσκολο. Η αποψίλωση συνεχίζεται σε ανησυχητικούς ρυθμούς, οι πυρκαγιές σπάνε συνεχώς ρεκόρ και η επέκταση της γεωργίας εξακολουθεί να πιέζει τα τελευταία κομμάτια παρθένου δάσους. Η εικόνα αυτή κάνει ακόμη πιο οδυνηρό το κενό που άφησε η έλλειψη δεσμευτικού σχεδίου στη COP30. Χωρίς συγκεκριμένα βήματα, η φιλοδοξία για «μηδενική αποψίλωση» το 2030 απομακρύνεται επικίνδυνα.
Και όμως, για αρκετούς παρατηρητές, η φετινή διάσκεψη ήταν μια από τις πιο σημαντικές για το μέλλον των τροπικών δασών. Γιατί, πέρα από τα χρήματα, ανέδειξε το ρόλο των ιθαγενών πληθυσμών, έφερε στο επίκεντρο την πολιτική των δασών και ώθησε χώρες και οργανισμούς να συνδέσουν ανοιχτά την προστασία της βιοποικιλότητας με την κλιματική πολιτική. Με αυτή τη λογική, η COP30 μπορεί να μην ήταν το «Forest COP» που πολλοί περίμεναν, αλλά ίσως ήταν η αρχή μιας νέας συζήτησης που σύντομα θα απαιτήσει πιο δεσμευτικές απαντήσεις.
Πηγή: Reuters








