Την αναθεώρηση των κλιματικών στόχων της Ε.Ε. για τα δάση ζητούν Σουηδία και Φινλανδία, υποστηρίζοντας ότι οι σημερινοί στόχοι είναι ανέφικτοι και απειλούν τις εθνικές τους οικονομίες.
.
Οι Βρυξέλλες έχουν θέσει φιλόδοξους στόχους στο πλαίσιο του κανονισμού LULUCF (Land Use, Land-Use Change and Forestry), που προβλέπει αύξηση της δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα από τα δάση την περίοδο 2021–2025 και ακόμη υψηλότερους στόχους για το 2026–2030. Συγκεκριμένα, η Σουηδία καλείται να αυξήσει την απορρόφηση CO₂ κατά περίπου 4 εκατ. τόνους ετησίως έως το 2030, ενώ η Φινλανδία κατά περίπου 3 εκατ. τόνους.
Ωστόσο, όπως τονίζουν οι κυβερνήσεις των δύο χωρών, οι ρυθμοί ανάπτυξης των δασών έχουν επιβραδυνθεί λόγω της κλιματικής αλλαγής, ενώ η διεθνής ζήτηση για ξυλεία –ιδίως μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία– έχει εκτινάξει την πίεση στους δασικούς πόρους. Η Στοκχόλμη και το Ελσίνκι προειδοποιούν ότι ενδεχόμενη μείωση της υλοτόμησης για την επίτευξη των στόχων θα είχε «σοβαρές συνέπειες» για τις οικονομίες τους, που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη δασοβιομηχανία.
Ο πρωθυπουργός της Σουηδίας, Ουλφ Κρίστερσον, χαρακτήρισε το υφιστάμενο πλαίσιο «μεγάλο πρόβλημα» και τόνισε ότι οι περιορισμοί που επιβάλλονται είναι «παράλογοι» για τη σουηδική δασοκομία. «Ο περιορισμός της δασικής εκμετάλλευσης σε μεγάλη κλίμακα δεν είναι η σωστή κατεύθυνση», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Η Φινλανδία, όπου ο δασικός τομέας αντιστοιχεί σχεδόν στο 20% των εξαγωγών και απασχολεί χιλιάδες εργαζομένους, εκφράζει αντίστοιχες ανησυχίες. Στη Σουηδία, ο κλάδος καλύπτει πάνω από το 10% των εξαγωγών και απασχολεί περισσότερους από 200.000 εργαζομένους.
Η συζήτηση αναδεικνύει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. στην προσπάθειά της να ισορροπήσει ανάμεσα στη δέσμευση για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 και στις οικονομικές πραγματικότητες των κρατών-μελών της, ιδίως εκείνων που βασίζουν την ανάπτυξή τους σε φυσικούς πόρους όπως τα δάση.