ESG+Stories

Ενσωματώνοντας την κλιματική αλλαγή στον μετασχηματισμό του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας

Μια ερευνητική ομάδα υπό τον συντονισμό του καθηγητή του ΕΚΠΑ Κώστα Καρτάλη μελετά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον τουρισμό, την πρωτογενή παραγωγή και τη ζωή στις πόλεις στις αμέσως επόμενες δεκαετίες.
Ενσωματώνοντας την κλιματική αλλαγή στον μετασχηματισμό του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας

Η πρόσφατη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή των Ηνωμένων Εθνών (2021) αποτυπώνει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, χωρίς δηλαδή αστερίσκους και επιφυλάξεις, την ανθρώπινη συμβολή στην κλιματική αλλαγή. Αναφέρει επίσης κλιματικές παραμέτρους που βρίσκονται κοντά στα σημεία καμπής (tipping points), δηλαδή στα όρια των οποίων η υπέρβαση θα σηματοδοτήσει εντονότερη αστάθεια στο κλιματικό σύστημα αλλά και αδυναμία επιστροφής σε προηγούμενα επίπεδα. Ένα νέο κλίμα διαμορφώνεται σε παγκόσμια κλίμακα, διαφορετικό από το σημερινό ή αυτό των προηγούμενων δεκαετιών, περισσότερο ασταθές και με εντονότερες επιπτώσεις για τη φύση, τους παραγωγικούς τομείς, τις οικονομίες και εντέλει τις κοινωνίες.

.

Η κλιματική αλλαγή είναι πλέον μία κρίση, που εξελίσσεται μεν με αργό ρυθμό, αν και ταχύτερα από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί, πλην όμως είναι συνεχής και σταδιακά επιδεινώνεται. Το 2017, η διαΝΕΟσις δημοσίευσε, σε συνεργασία με διεπιστημονική ομάδα υπό τον συντονισμό του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, την έκθεση «Οι Επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής στην Ανάπτυξη». Στην έκθεση παρουσιάζονταν οι εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα (σε επίπεδο περιφερειών) για μελλοντικές δεκαετίες και στη βάση σεναρίων των Ηνωμένων Εθνών για τις εκπομπές των αερίων θερμοκηπίου (SRES). Η μελέτη αναδείκνυε με σαφήνεια τις επιπτώσεις σε παραγωγικούς τομείς της χώρας αλλά και στο φυσικό περιβάλλον και υποδείκνυε την ανάγκη (α) έγκαιρης προληπτικής δράσης στο επίπεδο της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και (β) λήψης μέτρων για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας με στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Τέσσερα έτη μετά, η νέα μελέτη της διαΝΕΟσις σε συνεργασία με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επικαιροποιεί τις εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, σε καλύτερη χωρική ανάλυση και με τη χρήση των νεότερων σεναρίων των Ηνωμένων Εθνών για τις εκπομπές των αερίων θερμοκηπίου (RCP).

Η μελέτη με τίτλο «Ενσωματώνοντας την Κλιματική Αλλαγή στον Μετασχηματισμό του Αναπτυξιακού Μοντέλου της Ελλάδος» επιχειρεί να αναδείξει  19 νέες ανάγκες αλλά και νέες προτεραιότητες όπως διαμορφώνονται λόγω της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της. Οι ανάγκες και οι προτεραιότητες αυτές διασταυρώνονται με κρίσιμους οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς, επηρεάζοντας κατά συνέπεια άμεσα το αναπτυξιακό μοντέλο της Ελλάδος. Παράλληλα επιβάλλουν ένα νέο μοντέλο σχεδιασμού που θα αναπτύσσεται μεν σε βάθος τριακονταετίας, όπως άλλωστε απαιτείται προς αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αλλά και θα απαντά σε πιέσεις που ήδη καταγράφονται. Μαγική λύση ή λύσεις που θα επέτρεπαν τον, σε σύντομο χρόνο ή/και χωρίς συστηματική προσπάθεια, μετασχηματισμό δεν υπάρχουν. Όσο νωρίτερα εντοπιστούν και δρομολογηθούν οι αναγκαίες παρεμβάσεις, τόσο ηπιότερες θα είναι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τόσο ισχυρότερες οι αντοχές της κοινωνίας και της εθνικής οικονομίας. Τα αποτελέσματα της μελέτης αποτυπώνουν με ολοκληρωμένο τρόπο και με υψηλή (για κλιματικές μελέτες) χωρική λεπτομέρεια τις εκτιμήσεις πλήθους κλιματικών παραμέτρων για τις περιόδους 2026-2045 και 2046- 2065 και αναδεικνύουν τις πιέσεις που διαμορφώνονται στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον. Στη συντριπτική πλειοψηφία των κλιματικών παραμέτρων και γεωγραφικών περιοχών που εξετάζονται, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα είναι αρνητικές, αν και δεν είναι πάντα της ίδιας έντασης και δεν αποτυπώνονται ισότιμα σε όλες τις παραμέτρους ή σε όλες τις περιοχές της χώρας. Όμως ο οριζόντιος άξονας που συνδέει όλες τις εκτιμήσεις είναι ανησυχητικός: η χώρα αποκτά σταδιακά θερμότερο και ξηρότερο κλίμα, με ακραία καιρικά φαινόμενα που θα είναι εντονότερα, συχνότερα και με μεγαλύτερη διάρκεια. Η εξέλιξη αυτή δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και θα ήταν λάθος να αποδοθεί στη χώρα και μόνο. Στην πραγματικότητα αποτελεί κοινό τόπο για τις χώρες της Μεσογείου, στην οποία πρόσφατες επιστημονικές μελέτες αποδίδουν τον τίτλο του «κλιματικού hot spot», δηλαδή μίας περιοχής που θα δεχθεί εντονότερα τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ακόμα και αν για την πρόκληση των επιπτώσεων αυτών ευθύνονται κυρίως χώρες που βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά της (Κίνα, ΗΠΑ, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία). Παράλληλα η μελέτη συνδέει τις επιπτώσεις με συγκεκριμένους θεματικούς τομείς, είτε στην κατεύθυνση της προσαρμογής (γεωργία-κτηνοτροφία, τουρισμός, πόλεις) ή σε αυτή του μετριασμού (μεταφορές και ενέργεια). Για να το κάνει αυτό, ακτινογραφεί σε βάθος τις χωροχρονικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, χωρίς όμως να περιορίζεται σε τυπικές κλιματικές παραμέτρους αλλά αξιοποιώντας και σύνθετους κλιματικούς δείκτες που αναδεικνύουν τη συνδυαστική ισχύ επιμέρους επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

Η μελέτη επιχειρεί επίσης να αναδείξει ότι υπάρχουν λύσεις που θα επιτρέψουν να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις αποτελεσματικότερα και με χαμηλότερο κόστος, αρκεί πάντα ο σχεδιασμός να είναι ολοκληρωμένος, έγκαιρος και με συνέχεια στον χρόνο, δηλαδή στις δύο ή και τρεις δεκαετίες που ακολουθούν. Και αν ένα τέτοιο στοίχημα μοιάζει δύσκολο για κάθε χώρα, ίσως για την Ελλάδα να είναι ακόμη δυσκολότερο καθώς η παράδοση μάλλον παραπέμπει σε σχεδιασμούς που προτάσσουν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα και δρομολογούνται όταν το πρόβλημα έχει ήδη προλάβει να εξελιχθεί. Ο μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης είναι η νέα πραγματικότητα, ανεξάρτητα αν η σκοπιά είναι αυτή της προσαρμογής ή του μετριασμού. Σχεδιασμός που οφείλει να συναντηθεί με τους αντίστοιχους, αν και με εγγύτερο ορίζοντα ολοκλήρωσης, του ΕΣΠΑ 2021-2027 και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ώστε η συμπληρωματικότητα δράσεων και πιστώσεων να πολλαπλασιάσει τη δυναμική και να υποστηρίξει θεσμικές αλλαγές που αντέχουν στον χρόνο. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα κατάλληλο μήκος κύματος είναι αυτό του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα καθώς το Σχέδιο διαμορφώνει έναν σοβαρό βηματισμό προς το 2050, με ενδιάμεσους στόχους το 2030 και το 2040, πάνω δε στη βασική προϋπόθεση ότι στην πορεία αυτή οι στόχοι θα παραμείνουν το ίδιο απαιτητικοί και φιλόδοξοι ώστε το στοίχημα –δηλαδή μία οικονομία σχεδόν μηδενικού άνθρακα– να επιτευχθεί. Τέλος, η μελέτη επιχειρεί στο καταληκτικό κεφάλαιό της να συνδέσει τα ευρήματα της ως προς τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, με συγκεκριμένους άξονες ή τομείς παρέμβασης στην Ελλάδα. Για να το επιτύχει αυτό αναδεικνύει και την κοινή λογική (common sense) που χρειάζεται στις δύσκολες προκλήσεις. Άλλωστε πολλές λύσεις είναι μπροστά μας, αυτό που χρειάζεται είναι να οργανωθούν σωστά και να θωρακιστούν ώστε να αντέξουν στον χρόνο και στις πολυποίκιλες πιέσεις.

Διαβάστε ολόκληρη την έκθεση εδώ:

ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ