Προσγειωμένους στον ρεαλισμό στόχους για την ενεργειακή μετάβαση, από απόψεως δαπανών και αξιοποίησης των διαθέσιμων τεχνολογιών, περιλαμβάνει το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που αναμένεται να βγει σε δημόσια διαβούλευση μέσα στην εβδομάδα.
.
Οι υπέρμετρα φιλόδοξοι στόχοι του αρχικού σχεδίου, που εστάλη τον περασμένο Δεκέμβριο στις Βρυξέλλες, επαναπροσδιορίστηκαν με βασική αρχή την ελαχιστοποίηση του κόστους της ενεργειακής μετάβασης για το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, το οποίο και περιορίζεται στα 94 δισ. ευρώ για το διάστημα 2025-2030, δραστικά χαμηλότερο από το προβλεπόμενο κόστος των 270 δισ. ευρώ της αρχικής έκδοσης. Για την περίοδο 2031-2050 το κόστος υπολογίζεται σε 332,076 δισ. ευρώ.
Η ανάγκη της αναπροσαρμογής των στόχων του αρχικού σχεδίου προέκυψε μια και διαπιστώθηκε ότι η υλοποίησή τους περιορίζει τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο 0,6% κατά μέσον όρο τα επόμενα 25 χρόνια, αφού το ΕΣΕΚ αποτελεί τη βάση χάραξης μακροχρόνιων πολιτικών και μέτρων όχι μόνο στον ενεργειακό τομέα, αλλά και σε μια σειρά από συνδεόμενους τομείς πολιτικής (δημοσιονομικά, μεταφορές, υποδομές, βιομηχανία και εμπόριο, ανάπτυξη, ακόμη και παιδεία). Οι κατευθύνσεις που δόθηκαν από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ στο ΚΑΠΕ, που ανέλαβε την αναθεώρηση του αρχικού σχεδίου, ήταν να επαναπροσδιορίσει τους στόχους για την ηλεκτροκίνηση, την εξοικονόμηση ενέργειας σε κατοικίες και δημόσια και επαγγελματικά κτίρια, το υδρογόνο και άλλες νέες τεχνολογίες σε επίπεδα που να διασφαλίζουν ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας τουλάχιστον 1,2% έως το 2050.
Το αναθεωρημένο σχέδιο του ΕΣΕΚ θέτει ως στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου κατά 58,6% έως το 2030 (πρώτη περίοδο της πορείας της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα το 2050). Ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί μέσω της ταχείας ανάπτυξης των ΑΠΕ, η συμμετοχή των οποίων στην τελική κατανάλωση προβλέπεται στο 45,4% ελαφρώς αυξημένη από το 44% στο αρχικό σχέδιο, και της ηλεκτροπαραγωγής 76,8% από 80% στο αρχικό σχέδιο. Αυξημένη στο 62,1% από το 52% του αρχικού σχεδίου είναι η χρήση των ΑΠΕ για θέρμανση – ψύξη, ενώ πολύ υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό στόχο (49%) –στο 67,4%– μπαίνει ο πήχυς για το «πρασίνισμα» των κτιρίων, με τον σχεδιασμό να προβλέπει την αναβάθμιση 409.000 κατοικιών στην εξαετία. Αντιθέτως, σημαντικά από τον ευρωπαϊκό στόχο (29%) αποκλίνει ο στόχος για διείσδυση των ΑΠΕ στις μεταφορές, ο οποίος προσγειώνεται στο 13,9%, καθώς το βάρος στην ηλεκτροκίνηση έως το 2030 πέφτει στην ανάπτυξη σημείων φόρτισης και όχι στην αύξηση του στόλου ηλεκτρικών οχημάτων.
Στο μείγμα καυσίμου για ηλεκτροπαραγωγή την περίοδο 2025-2030 κυρίαρχη θέση θα έχουν οι ΑΠΕ (66%) με την ταχεία ανάπτυξη των πιο ώριμων και φθηνών τεχνολογιών των αιολικών και ηλιακών συστημάτων. Η εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών προβλέπεται να φτάσει στα 13,5 GW από 5,430 GW το 2022 και των χερσαίων αιολικών στα 8,9 GW από 4,7 GW. Πρόσθετη αιολική ισχύ 1,9 GW θα προέλθει από τη νέα τεχνολογία των υπεράκτιων αιολικών πάρκων. Το σχέδιο προβλέπει ταχεία ανάπτυξη της αποθήκευσης ενέργειας στην εξαετία, αναπροσαρμόζοντας στους στόχους για ισχύ από μπαταρίες στα 4,325 GW από 3,1 GW στο αρχικό σχέδιο. Η ισχύς της αντλησιοταμίευσης από 0,699 GW το 2022 προβλέπεται να φτάσει στα 1,745 GW το 2030. Η συμμετοχή του φυσικού αερίου από τα 6,3 GW το 2022 ανεβαίνει στα 7,885 GW το 2030, ενώ ο ρόλος του παραμένει σημαντικός για την ευστάθεια του συστήματος μέχρι και το 2050.
Οι συντάκτες μάλιστα του ΕΣΕΚ εκτιμούν ότι θα χρειασθεί σχεδιασμός κατάλληλου εθνικού μηχανισμού αποζημίωσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο, δεδομένου ότι την περίοδο 2030-2040 θα μειωθούν περαιτέρω οι ώρες λειτουργίας τους λόγω της ανάπτυξης εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας. «Η παρουσία μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση σε όλα τα ενδεχόμενα της ευστάθειας και ασφάλειας τροφοδοσίας του ηλεκτρικού συστήματος σε όλη την περίοδο ενεργειακής μετάβασης μέχρι το 2050», σημειώνουν οι συντάκτες του ΕΣΕΚ. Σε ψυχρή εφεδρεία θα χρειαστεί να παραμείνουν στα νησιά πετρελαϊκές μονάδες για τις περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, ενώ ο λιγνίτης αποσύρεται οριστικά το 2028.