Το όραμα πίσω από τις ενεργειακές κοινότητες είναι απλό, σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελεσματικό, και σίγουρα εναρμονισμένο με τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες για την ενεργειακή μετάβαση. Ποια είναι λοιπόν η μεγάλη εικόνα για τις Ε.Κ. ; Η βασική αρχή δεν είναι άλλη από τον εκδημοκρατισμό της ενέργειας, και την εμπλοκή στο ενεργειακό παζλ των πολιτών ούτως ώστε αφενός να περιοριστεί η μονοπωλιακή λογική των παρόχων, και αφετέρου ο ίδιος ο κόσμος να παίξει το ρόλο του «πρεσβευτή» της πράσινης ενέργειας. Μια Ε.Κ., μπορεί να συσταθεί από ομάδες πολιτών που μπορεί να είναι από ιδιώτες, μέχρι δήμοι, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ή και αγρότες, οι οποίοι δημιουργούν έναν ενεργειακό συνεταιρισμό μέσω αίτησης στο αντίστοιχο Υπουργείο αλλά και στον Διαχειριστή του Δικτύου.
Έπειτα αναλαμβάνουν να βρουν πόρους μέσω είτε ιδίων κεφαλαίων είτε χρηματοδοτικών καναλιών, ώστε να κάνουν την αρχική επένδυση σε μια μονάδα παραγωγής καθαρής ενέργειας, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι φωτοβολταϊκά πάνελ, και σπανιότερα ανεμογεννήτριες, ή μικρές μονάδες υδρογόνου. Αναφορικά με τη χρηματοδότηση, υποθέτοντας ότι οι ιδρυτές δεν έχουν το απαιτούμενο κεφάλαιο, υπάρχουν δύο εξίσου ελκυστικές λύσεις. Η μία είναι η εξεύρεση κάποιας τράπεζας με προσανατολισμό στις βιώσιμες επενδύσεις, ενώ μια δεύτερη ιδέα που λειτουργεί από παραδείγματα ευρωπαϊκών χωρών είναι το crowdfunding. Η Christiane Egger αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του ενεργειακού οργανισμού της Άνω Αυστρίας, διευθύντρια του Cleantech-Cluster Energy Days και αντιπρόεδρος για την κλιματική ουδετερότητα της FEDARENE, του ευρωπαϊκού δικτύου περιφερειακών οργανισμών ενέργειας και περιβάλλοντος, σε σχετικό σεμινάριο στις Βρυξέλλες τις προηγούμενες μέρες ανέφερε στους συμμετέχοντες σχετικά με τη χρηματοδότηση: «Μη διστάσετε να ζητήσετε δάνειο και από μια “παραδοσιακή” τράπεζα. Να ξέρετε όμως ότι σε αυτή τη περίπτωση θα πρέπει να πείσετε τους τραπεζίτες γιατί η επένδυση στην πράσινη ενέργεια αξίζει. Αυτό καμιά φορά είναι σπαζοκεφαλιά και πάντοτε θέλει… γερά νεύρα!».
Ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι του παζλ είναι η προσέλκυση μελών στην κοινότητα. Σίγουρα η «ελάφρυνση» του λογαριασμού ρεύματος είναι μια δελεαστική αρχή, ωστόσο δεν θα έπρεπε οι συμμετέχοντες να μένουν μόνο σε αυτό. Από την πλευρά τους οι ιδρυτές της κοινότητας οφείλουν να γίνουν οι ίδιοι ambassadors των πολλαπλών οφελών της συμμετοχής σε ένα τέτοιο ενεργειακό σχήμα, παραθέτοντας τόσο το περιβαλλοντικό αντίκτυπο, όσο και την ουσία της κοινωνικής προσφοράς, αλλά και την θετική επίδραση που έχει η συμμετοχική δράση με έναν κοινό σκοπό ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας που μπορεί να είναι ένας ολόκληρος δήμος, ένα σχολείο ή ένας οργανισμός.
Παράλληλα πρέπει να τονιστεί ότι η ενεργειακή κοινότητα μπορεί να έχει εμπορικό ή μη εμπορικό χαρακτήρα. Στην δεύτερη περίπτωση, η οποία έχει γνωρίσει ένθερμους υποστηρικτές εντός Ε.Ε., μια Ε.Κ. μπορεί να χρησιμεύσει ως βασικός μοχλός εξάλειψης της ενεργειακής φτώχειας. Με απλά λόγια, παίρνοντας το παράδειγμα ενός δήμου που επενδύει σε μονάδα πράσινης ενέργειας, μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες νοικοκυριών που-με βάσει τα εισοδηματικά κριτήρια-αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο υψηλό ενεργειακό κόστος.
Το τοπίο στην Ελλάδα και το «αγκάθι» του smart metering
Η Ελλάδα «αγκάλιασε» το σχέδιο των ενεργειακών κοινοτήτων, αφού άλλωστε ευνοείται-τουλάχιστον στον τομέα των φωτοβλταϊκών- από τις εγχώριες καιρικές συνθήκες, με ηλιοφάνεια για ζηλευτά μεγάλο διάστημα σε σχέση με πολλά από τα 27 κράτη-μέλη. Συγκεκριμένα, σήμερα η Ελλάδα αριθμεί 1.742 ενεργειακές κοινότητες, σύμφωνα με τον τελευταίο απολογισμό του Green Tank, τον Νοέμβριο του 2024, με την συνολική αιτούμενη ισχύς των συγκεκριμένων έργων (εμπορικά και αυτοπαραγωγή) να είναι 4,981 MW. Ωστόσο μόλις το 26.5% αυτών έχει ηλεκτριστεί προς ώρας. Για να γίνει πιο κατανοητή η τάξη μεγέθους, αξίζει να αναφέρουμε πως η Κροατία διαθέτει 3 Ε.Κ., ενώ η Ιταλία περίπου 500.
Ωστόσο, η χώρα μας υπολείπεται σημαντικά στο πεδίο των έξυπνων μετρητών (smart meters) και κατ΄επέκταση του έξυπνου δικτύου. Αναφορικά με τους μετρητές, αφενός παρέχουν τη δυνατότητα της σαφούς καταγραφής των ενεργειακών αναγκών και καταναλώσεων, αφετέρου αποτελούν το κλειδί της απεμπλοκής των Ε.Κ. από τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι ακόμα και σήμερα είναι υπεύθυνοι για την μέτρηση και την έκδοση των λογαριασμών. Επι της ουσίας, οι έξυπνοι μετρητές έχουν τη δυνατότητα καταγραφής ενεργειακών δεδομένων ανά 15 λεπτά, και σε περιπτώσεις μετρητών νέας γενιάς μπορεί να γίνει ακόμα και σύνδεση με πλατφόρμα ώστε ο καταναλωτής να έχει μια σαφή εικόνα της ροής ενέργειας και να μπορεί να κάνει πιο σωστές επιλογές χρήσης ανάλογα με τη ζώνη ώρας, οι οποίες φυσικά αντανακλώνται μετέπειτα και στον λογαριασμό ρεύματος.
Για τις ευρωπαϊκές χώρες με αναπτυγμένο πλαίσιο ευρωπαϊκών κοινοτήτων (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Αυστρία κ.α.), η ύπαρξη έξυπνου μετρητή θεωρείται δεδομένη. Η Christiane Egger σε δήλωσή της σε σεμινάριο του ενεργειακού φορέα της Κομισιόν ManagENERGY, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν μπορούμε να μιλάμε για ενεργειακές κοινότητες χωρίς έξυπνους μετρητές. Όσες χώρες βρίσκονται ακόμα πίσω σε αυτό, πρέπει να αναζητήσουν τις αιτίες στην ανυπαρξία πολιτικής βούλησης από τους κυβερνώντες τους». Η μεγάλη διαφορά φάσης μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε. σ΄αυτόν τον τομέα, αναδεικνύεται σαφώς αν αναλογιστούμε ότι αυτή την ώρα η κουβέντα σε επίπεδο Ευρώπης είναι πως θα μειωθεί ο χρόνος καταγραφής των μετρητών από τα δεκαπέντε λεπτά σταδιακά ώστε να φτάσει (πολύ μεταγενέστερα) σε μια real-time καταγραφή, ενώ στη χώρα μας έχει ξεκινήσει ένα το πρώτο roll out μόλις πριν δύο χρόνια με συνεργασία του ΔΕΔΗΕ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Στο θεωρητικό πλαισιο της συμφωνίας πάντως, προβλέπεται να υπάρξει έγχυση στην αγορά ενός εκατομμυρίου smart meters ανά χρόνο, μέχρι την χρονιά-ορόσημο 2030, όπου και αναμένεται να βρίσκονται σε λειτουργία 7.5 εκατομμύρια ελληνικοί έξυπνοι μετρητές. Έως τον Μάιο του 2024, πάντως, εν λειτουργία βρίσκονταν μόλις 360.000 μετρητές.