H Eurostat ανακοίνωσε εχθές τα αποτελέσματα των μέσων εβδομαδιαίων ωρών εργασίας ανά κράτος-μέλος, και ανά κλάδο απασχόλησης. Τα αποτελέσματα δίνουν για ακόμα μια φορά πρωτιά στην Ελλάδα.
.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι Έλληνες δουλεύουν κατά μέσο όρο 39,8 ώρες την εβδομάδα, έναντι 36 ωρών που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Μετά από εμάς έρχονται η Βουλγαρία (39,0), η Πολωνία (38,9) και η Ρουμανία (38,8), ενώ στον αντίποδα η Ολλανδία είχε τη μικρότερη εργάσιμη εβδομάδα με 32,1 ώρες, ακολουθούμενη από τη Δανία, τη Γερμανία και την Αυστρία που «τερμάτισαν» με 33,9 ώρες η καθεμία.
Σε κλαδικό επίπεδο η Ελλάδα επίσης βρίσκεται αρκετά ψηλότερα από την Ε.Ε., σε όλες τις κατηγορίες επαγγελμάτων. Φυσικά ο τομέας με τις περισσότερες ώρες εργασίας, είναι εκείνος των ξενοδοχείων και της εστίασης, όπου ο Έλληνας δουλεύει κατά μέσο όρο 42,9 ώρες, έναντι 36,1 ωρών στην Ευρώπη, εύρημα αφενός ευεξήγητο λόγω του τουρισμού, αφετέρου δυσοίωνο. Οι επόμενοι τομείς κλαδικά είναι οι κατασκευές με 41,9 ώρες και το εμπόριο 41,2 ώρες.
Τα ευρήματα αυτά χτυπούν ένα ακόμα καμπανάκι τόσο για τους Έλληνες εργοδότες όσο και για τους εργαζόμενους, μιας και η πολύωρη εργασία σαφώς δεν συνεπάγεται ευθύγραμμα και υψηλή παραγωγικότητα. Σήμερα, η χώρα μας παραμένει χαμηλά σε δείκτες καινοτομίας και προστιθέμενης αξίας ανά ώρα εργασίας, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η υπερεργασία πολλές φορές συνδέεται και με επισφαλείς συνθήκες απασχόλησης, εξουθένωση και χαμηλό επίπεδο ικανοποίησης από την εργασία – δείκτες που δεν αποτυπώνονται εύκολα στα ποσοτικά στοιχεία. Εδώ ακριβώς έρχεται η προσέγγιση ESG να δώσει το απαραίτητο βάθος: η βιωσιμότητα δεν αφορά μόνο το περιβάλλον-στο οποίο «πέφτει» συχνά όλο το βάρος της μέριμνας- αλλά και τις κοινωνικές και εργασιακές συνθήκες.
Το S του ESG, δηλαδή το κοινωνικό σκέλος, φέρνει στο επίκεντρο την ευημερία των εργαζομένων, την ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής, τη διασφάλιση δίκαιων απολαβών και ίσων ευκαιριών. Σε αυτό το πλαίσιο, η υπερβολική εργασία είναι ένδειξη ενός κοινωνικά μη βιώσιμου μοντέλου, που ενισχύει τις ανισότητες και υπονομεύει τη μακροχρόνια υγεία τόσο της κοινωνίας και όσο και της οικονομίας. Υπάρχει ένα ρητό στον κόσμο της οικονομίας που λέει «you are doing the right things but you don’t do the things right», εννοώντας ακριβώς ότι δεν αρκεί να κάνεις τα σωστά βήματα, μα πρέπει να τα κάνεις και με τον σωστό τρόπο. Η Ελλάδα καλείται, λοιπόν, να επαναπροσδιορίσει τι σημαίνει «καλή εργασία» – όχι απλώς σε όρους ωρών, αλλά σε όρους ποιότητας ζωής, ευκαιριών κατάρτισης και συμμετοχής των πολιτών στην πρόοδο.
Η μετάβαση σε ένα βιώσιμο εργασιακό μοντέλο απαιτεί επένδυση στις δεξιότητες των εργαζομένων, σε τεχνολογίες που αυξάνουν την παραγωγικότητα χωρίς να εξαντλούν τον άνθρωπο, σε θεσμούς που στηρίζουν την ευελιξία και την προστασία της εργασίας. Η εργασία στην Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίζει να μετριέται μόνο σε ώρες. Πρέπει να αρχίσει να μετριέται σε αξιοπρέπεια, αποδοτικότητα και κοινωνική ισορροπία.