Η απουσία των Ηνωμένων Πολιτειών από την COP30 μπορεί να σκίασε τη σύνοδο, όμως οι αμερικανικές επιχειρήσεις δεν έλειψαν — και μάλιστα εμφανίστηκαν πιο παρούσες από πέρυσι. Παρά το ότι ο πρόεδρος Τραμπ έχει εγκαταλείψει την κλιματική διπλωματία, χαρακτηρίζοντας την κλιματική αλλαγή «απάτη», οι μεγαλύτερες εταιρείες των ΗΠΑ όχι μόνο κράτησαν τη θέση τους στη διεθνή συζήτηση, αλλά την ενίσχυσαν. Σύμφωνα με ανάλυση της Reuters, εξήντα εκπρόσωποι από επιχειρήσεις της λίστας Fortune 100 ταξίδεψαν στο Μπέλεμ — περισσότεροι από όσους είχαν παρευρεθεί στην περσινή COP στο Μπακού.
.
Τεχνολογικοί κολοσσοί όπως η Microsoft και η Google, ενεργειακές εταιρείες όπως η Occidental, η General Motors και η Citigroup ήταν όλες παρούσες. Το μήνυμα από πλευράς επιχειρηματικού κόσμου ήταν σαφές: οι κλιματικές επιπτώσεις δεν είναι θεωρία, αλλά απειλή που πλήττει ήδη εφοδιαστικές αλυσίδες, παραγωγή και κερδοφορία. «Είναι καλό για την επιχείρηση, καλό για την ασφάλεια της παραγωγής», εξήγησε ο επικεφαλής βιωσιμότητας της PepsiCo, μιλώντας για το γιατί η εταιρεία επιμένει να συμμετέχει ενεργά στις συζητήσεις ακόμη και χωρίς πολιτική κάλυψη από τον Λευκό Οίκο.
Η συμμετοχή μεγάλων επιχειρήσεων και στελεχών από πολιτείες, πόλεις και οργανισμούς λειτούργησε σαν αντιστάθμισμα στο κενό που άφησε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Ο επικεφαλής της ExxonMobil Ντάρεν Γουντς ταξίδεψε στη Βραζιλία για τις προπαρασκευαστικές συναντήσεις, ενώ μικρότερες επιχειρήσεις, κυρίως από τον χώρο της καθαρής ενέργειας και των αγορών άνθρακα, βρέθηκαν στη σύνοδο για να διαμορφώσουν διεθνείς σχέσεις. Για πολλούς, αυτή η κινητοποίηση σηματοδοτεί ότι η αμερικανική οικονομία — ανεξάρτητα από την εκάστοτε κυβέρνηση — αντιλαμβάνεται πως η κλιματική μετάβαση έχει πλέον οικονομικό και στρατηγικό βάρος.
Ειδικοί όπως ο Λου Λέοναρντ του Clark University σημειώνουν ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις παραμένουν κινητήριος δύναμη της εγχώριας μείωσης εκπομπών. Σύμφωνα με ανάλυση του Center for Global Sustainability, τα υφιστάμενα μέτρα που προωθούνται από πολιτείες, δήμους και επιχειρήσεις μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση 35% των αμερικανικών εκπομπών μέχρι το 2035 — ανεξάρτητα από τη στάση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Η Τζίνα ΜακΚάρθι, πρώην επικεφαλής της EPA, υπογράμμισε ότι οι θέσεις εργασίας στην καθαρή ενέργεια στις ΗΠΑ αυξάνονται τρεις φορές γρηγορότερα από το υπόλοιπο εργατικό δυναμικό, μια εξέλιξη που υποδηλώνει ότι η αγορά έχει πάρει ήδη διαφορετική πορεία από την πολιτική ρητορική.
Η φετινή COP έδειξε επίσης ότι η κλιματική πολιτική δεν είναι πια αποκλειστικό πεδίο των κυβερνήσεων. Πολλές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τη σύνοδο ως πλατφόρμα για να ανταλλάξουν τεχνογνωσία και να εξασφαλίσουν διεθνείς συνεργασίες, ειδικά σε τομείς όπου η πράσινη μετάβαση προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Εκπρόσωποι εταιρειών τεχνητής νοημοσύνης, ανανεώσιμης ενέργειας και carbon markets συμμετείχαν σε δεκάδες παράλληλες συναντήσεις, με στόχο να τοποθετηθούν κατάλληλα σε μια αγορά που αλλάζει.
Η μεγάλη εικόνα είναι πως, ακόμη κι αν η Ουάσινγκτον αποσύρει την επίσημη παρουσία της, η αμερικανική οικονομία δεν κάνει πίσω. Οι εταιρείες καταλαβαίνουν πως οι παγκόσμιοι κανόνες αλλάζουν, οι ευρωπαϊκές απαιτήσεις αυξάνονται και οι επενδυτικές ροές μετατοπίζονται προς τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών. Η παρουσία τους στην COP30 ήταν μια σαφής υπενθύμιση ότι το επιχειρηματικό σκέλος των ΗΠΑ διατηρεί τη δική του ατζέντα. Όπως το έθεσε η CEO του We Mean Business Coalition: «Η αμερικανική οικονομία καθορίζει αγορές, κεφάλαια και τεχνολογία. Η παρουσία των επιχειρήσεων στη σύνοδο στέλνει μήνυμα ότι κατανοούν τα διακυβεύματα της ενεργειακής μετάβασης, ακόμη και όταν η πολιτική ηγεσία δεν τα αναγνωρίζει».
Πηγή: Reuters








