Η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρά σε περαιτέρω σκλήρυνση του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM), στέλνοντας σαφές μήνυμα ότι το κλίμα και το ESG περνούν από τη θεωρία στην πράξη της εμπορικής πολιτικής. Με νέες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο δασμός άνθρακα επεκτείνεται σε περισσότερα εισαγόμενα προϊόντα υψηλών εκπομπών, ενώ κλείνουν τα «παράθυρα» που θα μπορούσαν να επιτρέψουν σε ξένους παραγωγούς να αποφύγουν το κόστος.
.
Στο επίκεντρο των αλλαγών βρίσκεται η διεύρυνση του CBAM ώστε να καλύπτει εξαρτήματα αυτοκινήτων, πλυντήρια και άλλα βιομηχανικά προϊόντα με υψηλή περιεκτικότητα σε χάλυβα και αλουμίνιο. Πρόκειται για downstream προϊόντα που μέχρι σήμερα έμεναν εκτός του μηχανισμού, παρότι ενσωματώνουν σημαντικό ανθρακικό αποτύπωμα. Από τον Ιανουάριο, το πιλοτικό καθεστώς μετατρέπεται σταδιακά σε πραγματικό κόστος για τις εισαγωγές, με στόχο την πλήρη εφαρμογή από το 2026.
Η λογική του CBAM είναι απλή αλλά πολιτικά φορτισμένη: οι εισαγωγείς θα πληρώνουν για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα των προϊόντων τους με βάση την τιμή άνθρακα που ήδη καταβάλλουν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στο σύστημα εμπορίας ρύπων της ΕΕ. Όπως τόνισε ο Επίτροπος Κλίματος Βόπκε Χούκστρα, η Ένωση «δεν ζητά ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα» από τους ξένους παραγωγούς σε σχέση με τους Ευρωπαίους.
Παρά τις έντονες αντιδράσεις από χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Νότια Αφρική, που κάνουν λόγο για άδικο εμπορικό φραγμό, οι Βρυξέλλες επιλέγουν να διπλασιάσουν την πίεση. Η Επιτροπή ανησυχεί ότι ορισμένες εταιρείες θα μπορούσαν να υποδηλώνουν χαμηλότερες εκπομπές ή να κατευθύνουν «καθαρότερα» προϊόντα στην ευρωπαϊκή αγορά, διατηρώντας πιο ρυπογόνες γραμμές παραγωγής για άλλες χώρες. Για τον λόγο αυτό, προτείνεται η επιβολή προκαθορισμένων, υψηλότερων τιμών εκπομπών όταν υπάρχουν ενδείξεις παραπλάνησης.
Σε όρους ESG, ο CBAM αποτελεί πλέον κάτι περισσότερο από περιβαλλοντικό εργαλείο. Εξελίσσεται σε μηχανισμό διαχείρισης κινδύνου και ανταγωνιστικότητας, που συνδέει άμεσα το κλίμα με το εμπόριο, τις επενδύσεις και τις αλυσίδες αξίας. Η Επιτροπή προτείνει μάλιστα τη χρήση του 25% των εσόδων του μηχανισμού για τη στήριξη ευρωπαϊκών βιομηχανιών, υπό την προϋπόθεση ότι επενδύουν σε χαμηλότερες εκπομπές και καθαρότερες τεχνολογίες.
Για τις αγορές και τους θεσμικούς επενδυτές, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: η Ευρώπη ενσωματώνει το κλιματικό ρίσκο στους κανόνες του παιχνιδιού και το μετατρέπει σε μετρήσιμο κόστος. Αυτό ενισχύει την πίεση προς τις εταιρείες να ευθυγραμμίσουν τις στρατηγικές τους με τις απαιτήσεις βιωσιμότητας, όχι μόνο για λόγους συμμόρφωσης, αλλά και για λόγους πρόσβασης στην ευρωπαϊκή αγορά.
Για την Ελλάδα, ο CBAM λειτουργεί ταυτόχρονα ως πρόκληση και ευκαιρία. Από τη μία, βιομηχανίες με υψηλή ενεργειακή ένταση καλούνται να επιταχύνουν την πράσινη μετάβαση. Από την άλλη, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις που επενδύουν σε χαμηλό ανθρακικό αποτύπωμα αποκτούν συγκριτικό πλεονέκτημα σε μια Ευρώπη που μετατρέπει το ESG σε βασικό κανόνα εμπορίου.
Η συζήτηση για τον CBAM δεν αφορά πλέον μόνο το περιβάλλον. Αφορά το πώς η Ευρώπη επανασχεδιάζει τη σχέση της με την παγκόσμια οικονομία, βάζοντας την κλιματική πολιτική στον πυρήνα της ανταγωνιστικότητας.
Πηγή: Reuters







