Η ασφαλιστική ένωση Insurance Europe υποστηρίζει μια αναθεώρηση του κανονισμού για τις γνωστοποιήσεις της βιώσιμης χρηματοδότησης (Sustainable Finance Disclosure Regulation – SFDR), που θα ενισχύει τη σαφήνεια και τη συνοχή, διατηρώντας παράλληλα τον ρόλο του ως εργαλείο διαφάνειας και όχι μετατρέποντάς τον σε σύστημα σήμανσης προϊόντων.
.
Απαντώντας σε σχετική πρόσκληση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για υποβολή στοιχείων σχετικά με την αναθεώρηση του SFDR, η Ομοσπονδία των ασφαλιστικών ενώσεων υποστηρίζει τον στόχο του συγκεκριμένου κανονισμού να βελτιώσει τη διαφάνεια και να βοηθήσει τους επενδυτές να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις. Ωστόσο, θεωρεί ότι οι ισχύοντες κανόνες είναι αρκετά περίπλοκοι και συχνά παρατηρείται επικάλυψη με την υφιστάμενη νομοθεσία της ΕΕ, γι’ αυτό και τονίζει ότι το νομοθετικό πλαίσιο θα πρέπει να γίνει απλούστερο και πιο πρακτικό.
Ειδικότερα, η Insurance Europe ζητά να απλουστευθούν σημαντικά οι γνωστοποιήσεις των κύριων αρνητικών επιπτώσεων (Principal Adverse Impacts – PAIs) –δηλαδή, οι αρνητικές επιπτώσεις που προκαλεί ένας παίκτης της χρηματοπιστωτικής αγοράς ή το χρηματοπιστωτικό προϊόν του στο περιβάλλον και την κοινωνία– και να ευθυγραμμιστούν με την οδηγία για την υποβολή εκθέσεων εταιρικής βιωσιμότητας (Corporate Sustainability Reporting Directive), ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία πρόσθετου διοικητικού φόρτου.
Η Ομοσπονδία υποστηρίζει ότι, εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόκειται να προχωρήσει στην εισαγωγή ενός συστήματος σήμανσης, αυτό πρέπει να είναι λειτουργικό και περιεκτικό, διασφαλίζοντας, καταρχάς, ότι όποιο πλαίσιο κατηγοριοποίησης εισαχθεί θα είναι απλό, σαφώς καθορισμένο και δοκιμασμένο σε βάθος από τους καταναλωτές. Δεύτερον, κάθε σύστημα κατηγοριοποίησης προϊόντων πρέπει να περιλαμβάνει ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα εφαρμογής, με μια περίοδο προστασίας των υφιστάμενων προϊόντων και μια αρχική εθελοντική φάση που θα επιτρέψει στους συμμετέχοντες στην αγορά να προσαρμοστούν.
Τέλος, ο κανονισμός θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί πλήρως με τη σχετική νομοθεσία, όπως η οδηγία για τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (IDD) και η MiFID II, ώστε να διασφαλιστεί η συνέπεια με τις αξιολογήσεις των προτιμήσεων των επενδυτών.