Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ενσωματώσει τον κλιματικό κίνδυνο στην αξιολόγηση των εγγυήσεων που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για να αντλήσουν ρευστότητα, ωστόσο αυτό σπάνια οδηγεί σε υποβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας. Αυτό προκύπτει από πρόσφατο blog της ΕΚΤ, το οποίο εξετάζει πώς εφαρμόζεται στην πράξη ο στόχος που είχε τεθεί στο πλαίσιο του Climate Action Plan του 2021: η ενσωμάτωση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής στο σύστημα αποδοχής ενεχύρων.
.
Στο κείμενο αναφέρεται ότι οι τράπεζες που ζητούν ρευστότητα από την ΕΚΤ καταθέτουν περιουσιακά στοιχεία – από εταιρικά ομόλογα μέχρι κρατικούς τίτλους – και αυτά αξιολογούνται ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο αλλά και ως προς τον κλιματικό. Η ΕΚΤ χρησιμοποιεί δύο δρόμους: είτε δικές της εσωτερικές μεθοδολογίες, είτε την αξιολόγηση από τους μεγάλους οίκους πιστοληπτικής διαβάθμισης.
Παρά τη διεύρυνση των κριτηρίων, ο αντίκτυπος παραμένει περιορισμένος. Σύμφωνα με την ανάλυση, όταν η ΕΚΤ βασίζεται στο δικό της εσωτερικό σύστημα αξιολόγησης, η επίδραση του κλιματικού κινδύνου εμφανίζεται σε λιγότερο από 4% των πιστοληπτικών αξιολογήσεων και ακόμη και τότε οι αλλαγές περιορίζονται συνήθως σε μία μόνο βαθμίδα. Όταν εξετάζονται οι αποφάσεις των εξωτερικών οίκων αξιολόγησης, παρά το γεγονός ότι ESG παράγοντες επηρεάζουν 13% έως 19% των συνολικών αξιολογήσεων, οι υποβαθμίσεις που σχετίζονται καθαρά με την κλιματική αλλαγή κινούνται μόλις στο 2% έως 7%.
Ο λόγος αυτής της «διστακτικότητας» δεν είναι ότι ο κλιματικός κίνδυνος θεωρείται αμελητέος. Αντιθέτως, όπως σημειώνεται στο blog, υπάρχουν διαχρονικές δυσκολίες που περιορίζουν την ουσιαστική ενσωμάτωσή του. Οι τράπεζες μπορούν να καλύψουν την έκθεση ορισμένων οφειλετών μέσα από σύνθετες χρηματοοικονομικές δομές, ενώ οι ορίζοντες αξιολόγησης των οίκων παραμένουν βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι. Η ίδια η φύση της κλιματικής κρίσης έχει χρονικό ορίζοντα δεκαετιών, κάτι που δεν «χωρά» εύκολα σε μοντέλα πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Επιπλέον, η διαθεσιμότητα αξιόπιστων, λεπτομερών δεδομένων για τον κλιματικό κίνδυνο είναι ακόμη περιορισμένη, κυρίως για μικρότερους εκδότες, κρατικούς φορείς και σύνθετα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Χωρίς επαρκή δεδομένα και μακροπρόθεσμα μοντέλα, ο κίνδυνος που προκύπτει από την κλιματική αλλαγή παραμένει θεωρητικά αποδεκτός, αλλά πρακτικά δύσκολο να αποτυπωθεί σε υποβαθμίσεις.
Το μήνυμα από την πλευρά της ΕΚΤ είναι σαφές: η κλιματική διάσταση έχει αρχίσει να ενσωματώνεται στα εργαλεία της κεντρικής τράπεζας, όμως το χρηματοπιστωτικό σύστημα απέχει ακόμη από το να τιμολογεί πλήρως τον πραγματικό κίνδυνο της κλιματικής κρίσης. Το αν αυτό θα αλλάξει – και πότε – θα εξαρτηθεί από τα δεδομένα, τη διαφάνεια και ίσως, από μια πιο «μακρόπνοη» προσέγγιση των αγορών απέναντι στο κλίμα.
Πηγή: Reuters








