Παγκόσμιοι κολοσσοί τροφίμων και συσκευασίας – ανάμεσά τους οι Nestlé, PepsiCo και Unilever – ενώνουν τις δυνάμεις τους για τη μείωση της χρήσης πλαστικού και ζητούν αυστηρότερη νομοθεσία, μετά την κατάρρευση των συνομιλιών του ΟΗΕ στη Γενεύη τον Αύγουστο. Η αποτυχία επίτευξης συμφωνίας για ένα παγκόσμιο πλαίσιο περιορισμού των πλαστικών απορριμμάτων έσβησε τις ελπίδες για μια διεθνή δέσμευση ενάντια στη ρύπανση και άφησε πολλές κυβερνήσεις και περιβαλλοντικές οργανώσεις σε κατάσταση αβεβαιότητας.
.
Ο νέος εταιρικός οδικός χάρτης – με τίτλο «2030 Plastics Agenda for Business» – παρουσιάστηκε από το Ίδρυμα Ellen MacArthur και στοχεύει στην κοινή δράση των εταιρειών για την απομάκρυνση από το πλαστικό μιας χρήσης. Οι υπογράφοντες αντιπροσωπεύουν περίπου το 20% της παγκόσμιας αγοράς πλαστικής συσκευασίας, δίνοντας στη δέσμευση σημαντικό βάρος. Παρότι η ατζέντα δεν θέτει σκληρούς ποσοτικούς στόχους, ενισχύει την πίεση προς τις κυβερνήσεις να νομοθετήσουν, με το επιχείρημα ότι η αγορά είναι πλέον έτοιμη για αλλαγή.
Η συζήτηση αποκτά πολιτική διάσταση. Σύμφωνα με αναλυτές, η κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ – η οποία έχει αποσύρει σειρά περιβαλλοντικών μέτρων – δημιουργεί εύθραυστο περιβάλλον για εταιρείες που αναλαμβάνουν δημόσιες δεσμεύσεις σε θέματα βιωσιμότητας. Έρευνα του Harvard Business Review δείχνει ότι πολλές εταιρείες στρέφονται σε μια νέα στρατηγική: “greenhushing”, δηλαδή μειώνουν τις δημόσιες αναφορές στα περιβαλλοντικά τους επιτεύγματα για να αποφύγουν πολιτικές αντιδράσεις και ακτιβιστικές πιέσεις.
«Οι πολυεθνικές επαναβεβαιώνουν δημόσια τις δεσμεύσεις τους για τα πλαστικά, αλλά πλέον η αξιοπιστία τους εξαρτάται από αποδείξεις και όχι από νέες υποσχέσεις», σημείωσε η Κέλι Κούπερ, σύμβουλος βιωσιμότητας και συν-συγγραφέας της έρευνας του Harvard. Όπως επισημαίνει η ίδια, οι εταιρικές συμμαχίες για το κλίμα εξασθενούν λόγω πολιτικών πιέσεων και φόβου αρνητικής δημοσιότητας.
Παρά αυτή τη στροφή στη σιωπή, οι αριθμοί δείχνουν ότι ορισμένες εταιρείες κινούνται ταχύτερα από τη γενική αγορά. Σύμφωνα με το Ίδρυμα Ellen MacArthur, οι εταιρείες που συμμετέχουν στη δέσμευση έχουν τριπλασιάσει τη χρήση ανακυκλωμένου πλαστικού μεταξύ 2018 και 2024, επιτυγχάνοντας πρόοδο μεγαλύτερη από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Αυτό, κατά τους συντάκτες της έκθεσης, αποτελεί απόδειξη ότι υπάρχει δυνατότητα κλιμάκωσης.
«Είναι συχνά ένα δίλημμα τύπου “η κότα ή το αυγό”», σχολιάζει ο Ρομπ Όπσομερ, επικεφαλής του τομέα πλαστικών στο Ίδρυμα Ellen MacArthur. «Οι νομοθέτες χρειάζονται να δουν ότι η αγορά μπορεί να ανταποκριθεί, ώστε να τολμήσουν να θεσπίσουν αποτελεσματική ρύθμιση».
Μετά το ναυάγιο των συνομιλιών στον ΟΗΕ, η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων παρουσιάζεται ως έμπρακτη απόδειξη ότι η βιομηχανία μπορεί να συνεργαστεί πέρα από ανταγωνισμούς. Η πίεση τώρα μεταφέρεται στις κυβερνήσεις: οι εταιρείες δηλώνουν έτοιμες για μετάβαση, αλλά ζητούν ξεκάθαρο ρυθμιστικό πλαίσιο, ειδικά για τη μείωση των πλαστικών μιας χρήσης και την αύξηση της ανακύκλωσης.
Το διακύβευμα είναι μεγάλο. Τα πλαστικά απορρίμματα έχουν πλέον ανιχνευθεί σε τροφές, ανθρώπινο αίμα, ακόμη και στον πλακούντα εγκύων γυναικών. Η επιστημονική κοινότητα προειδοποιεί ότι χωρίς παγκόσμια συντονισμένη δράση, η παραγωγή πλαστικών μπορεί να διπλασιαστεί μέχρι το 2040.
Οι εταιρείες που μέχρι τώρα κατηγορούνταν ως μέρος του προβλήματος, προσπαθούν πλέον να πείσουν ότι μπορούν να γίνουν μέρος της λύσης — όμως η επιτυχία τους θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η δέσμευση αυτή θα μετουσιωθεί σε μετρήσιμη μείωση πλαστικών.
Για πρώτη φορά, οι πολυεθνικές δεν ζητούν «ευελιξία» από τις κυβερνήσεις. Ζητούν ρυθμίσεις.







