Δύο επιστήμονες στη Γαλλία ανακάλυψαν ίσως το μεγαλύτερο κοίτασμα καθαρής πηγής ενέργειας που θα μπορούσε να αποδειχτεί σωτήρια στην προσπάθεια συγκράτησης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Οι Ζακ Πιρονόν και Φιλίπ Ντε Ντονάτο, διευθυντές έρευνας στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας, ανακάλυψαν ένα κοίτασμα μεταξύ 6 εκατ. – 250 εκατομμυρίων μετρικών τόνων λευκού υδρογόνου – φυσικού αέριου υδρογόνου.
.
«Προτείνουμε μια βαθιά γεώτρηση (βάθους έως 3.000 μέτρων) για να αποδείξουμε πως η συγκέντρωση υδρογόνου μεγαλώνει σε μεγαλύτερο βάθος. Αν όντως έτσι συμβαίνει, θα επιβεβαιώσουμε την παρουσία ενός ασυνήθιστα μεγάλου αποθέματος φυσικά παραγώμενου υδρογόνου, μεγαλύτερου από οποιοδήποτε έχει ανακαλυφθεί έως σήμερα, και θα μπορέσουμε να κάνουμε μια πρώτη ρεαλιστική εκτίμηση του μεγέθους του» εξηγούν οι δύο επιστήμονες.
«Πολλοί εμπορικοί και θεσμικοί εταίροι, Γάλλοι και διεθνείς, ενδιαφέρονται να χρηματοδοτήσουν το έργο. Μένει να πείσουμε το γαλλικό κράτος για την αξία αυτής της πρωτοβουλίας, για να εξασφαλίσουμε τελικά τις απαραίτητες άδειες» σημειώνουν οι ίδιοι.
Τι είναι το λευκό υδρογόνο
Παρότι το υδρογόνο ως ενεργειακό μέσο δεν είναι κάτι νέο για την επιστήμη, το λευκό υδρογόνο είναι σχετικά καινούργιο.
Το υδρογόνο παράγει νερό και καθόλου ρύπους κατά την καύση του, κάτι που το καθιστά μια φιλική στο περιβάλλον ενεργειακή λύση. Ωστόσο, έως πρότινος, οι επιστήμονες θεωρούσαν πως μαζικές ποσότητες υδρογόνου μπορούν να παραχθούν μόνο τεχνητά, σε εργαστήρι.
«Αν με ρωτούσατε τέσσερα χρόνια πριν για το τι πίστευα για το φυσικό υδρογόνο, θα σας απαντούσα “α, δεν υπάρχει”», παραδέχεται ο Τζέφρι Έλις, γεωχημικός στο Γεωλογικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Πολιτειών (USGS). «Το υδρογόνο βρίσκεται εκεί έξω, το ξέρουμε αυτό», λέει ο Έλις, παραδεχόμενος ωστόσο πως οι επιστήμονες δεν πίστευαν πως υπήρχε σε μεγάλες συγκεντρώσεις.
Αποδεικνύεται πως ο Έλις, καθως και όσοι πίστευαν το ίδιο, έσφαλαν.
Το 1987, τυχαία, ανακαλύφθηκε στο Μάλι ένα μεγάλο απόθεμα. Ωστόσο, σήμερα, η παραγωγή της χώρας της δυτικής Αφρικής δεν ξεπερνά τους 5 τόνους ετησίως – ποσότητα που ωχριά σε σύγκριση με την παγκόσμια παραγωγή γκρίζου υδρογόνου που εκτιμάται σε 80 εκατομμύρια τόνους ετησίως.
Το λευκό υδρογόνο αναφέρεται στο υδρογόνο που προκύπτει στη φύση και το «χρώμα» του υποδεικνύει τη φυσική προέλευσή του από τον φλοιό της Γης.
Τα άλλα «χρώματα» που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό προέλευσης του υδρογόνου -το «πράσινο» που προέρχεται από την ηλεκτρόλυση, το «γκρι» που παράγεται από μεθάνιο, το «μαύρο» που παράγεται από άνθρακα- είναι παράγωγα εργαστηρίου.
Πλέον, η επιστημονική έρευνα έχει στρέψει κατά πολύ το ενδιαφέρον της στο λευκό υδρογόνο (που αποκαλείται και «φυσικό», «χρυσό» ή «γεωλογικό» υδρογόνο») καθώς θεωρείται το «ιερό δισκοπότηρο κατά της κλιματικής κρίσης που «θα συμβάλλει στην επιτάχυνση της διάσωσης του πλανήτη από τις επιπτώσεις της» σημειώνει ο γεωχημικός Βιάτσεσλαβ Ζγκόνικ.
Καθαρό και φθηνό
Το υδρογόνο παράγει νερό μόνο κατά την καύση του, γι’αυτό αποτελεί μια πολύ ελκυστική λύση ως δυνητική καθαρή ενέργεια για την αεροπλοΐα, τη ναυτιλία και τη χαλυβουργία, βιομηχανίες δηλαδή με τεράστιες ενεργειακές ανάγκες.
Όμως, παρότι το υδρογόνο είναι το στοιχείο με τη μεγαλύτερη αφθονία στον πλανήτη, υπάρχει μόνο σε συνδυασμό με άλλα μόρια. Αυτή τη στιγμή, το εμπορικό υδρογόνο παράγεται με μια ενεργοβόρα διαδικασία που τροφοδοτείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από ορυκτά καύσιμα. Ωστόσο, το λευκό υδρογόνο δεν απαιτεί καμία από αυτές τις ενεργοβόρες διαδικασίες, γι’αυτό και προβάλλει ως η λύση του μέλλοντος. Επιπλέον, είναι και φθηνότερο καθώς η παραγωγή του εκτιμάται πως κοστίζει 1 δολάριο ανά κιλό – σε σύγκριση με τα 6 δολάρια ανά κιλό του πράσινου υδρογόνου.
Αποθέματα λευκού υδρογόνου έχουν εντοπιστεί σε όλο τον κόσμο, κάποια τυχαία, άλλα μετά από σχετική αναζήτηση – σε ΗΠΑ, ανατολική Ευρώπη, Ρωσία, Αυστραλία, Ομάν, καθώς και σε Μάλι και Γαλλία.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Έλις, ενδέχεται να υπάρχουν δεκάδες δισεκατομμύρια τόνοι λευκού υδρογόνου στον κόσμο – απείρως περισσότερα από τα 100 εκατομμύρια τόνων υδρογόνου που παράγονται σήμερα ετησίως, και από τα 500 εκατομμύρια τόνων που προβλέπεται να παράγονται ετησίως μέχρι το 2050, σύμφωνα με τον ίδιο.
Πηγή: CNN/The Conversation/Business Insider