Τι γνώμη έχεις για τους υγροτόπους; Κάποτε αυτό ήταν ένα ερώτημα που συναντούσε κανείς κυρίως σε εξετάσεις γεωγραφίας — ή σε ντοκιμαντέρ με τον αγαπημένο βιολόγο Ντέιβιντ Ατένμπορο.
Όχι πια. Την επόμενη εβδομάδα, ένας βρετανικός δημόσιος-ιδιωτικός φορέας με την ονομασία FloodAction Coalition θα καλέσει τους επενδυτές να χρηματοδοτήσουν έργα φυσικής ανθεκτικότητας αξίας 1 δισ. λιρών. Την πρωτοβουλία συνδιοικούν η Aviva, ο ασφαλιστικός όμιλος, και το The Conduit, ένα μη κερδοσκοπικό δίκτυο, μαζί με περίπου τριάντα ακόμη εταιρείες, όπως οι UBS, Crown Estate και Anglian Water.
Οι ταπεινοί υγρότοποι βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της εκστρατείας, καθώς η επέκτασή τους μπορεί να απορροφά και να εκτρέπει τα πλεονάζοντα ύδατα μακριά από κατοικημένες περιοχές. Η ανάγκη είναι επιτακτική: οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ο κίνδυνος πλημμυρών στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει γίνει τόσο σοβαρός —εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και της κακής πολεοδομικής οργάνωσης— ώστε απειλεί 8 εκατομμύρια νοικοκυριά και προκαλεί ετήσιες ζημιές ύψους 6 δισ. λιρών.
Το ίδιο συμβαίνει και στην ηπειρωτική Ευρώπη: ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι ξαφνικές πλημμύρες που στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 230 ανθρώπους στην Ισπανία, προκαλούν πλέον ετήσιες ζημιές ύψους 40 δισ. ευρώ — σχεδόν τριπλάσιες σε σχέση με πριν από μία δεκαετία, σύμφωνα με το FloodAction. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου το ένα τέταρτο όλων των κατοικιών αντιμετωπίζει απειλές που σχετίζονται με τον καιρό, κυρίως πλημμύρες. Μόνο το περασμένο έτος, οι φυσικές καταστροφές προκάλεσαν ζημιές ύψους 182 δισ. δολαρίων.
Γι’ αυτό, η δημιουργία φυσικών φραγμάτων —όπως οι υγρότοποι— αποτελεί πλέον «οικονομική αναγκαιότητα», σύμφωνα με το FloodAction. «Οι ασφαλιστικές εταιρείες προειδοποιούν ότι, χωρίς ισχυρότερα μέτρα ανθεκτικότητας, ορισμένες περιοχές ίσως καταστούν ολοένα και πιο δύσκολο να προστατευθούν» — δηλαδή, να ασφαλιστούν καθόλου.
Θα πετύχει αυτή η εκστρατεία; Παραμένει αβέβαιο. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να χαιρετιστεί, όχι μόνο για τη συγκεκριμένη δράση της, αλλά γιατί αποτελεί ένδειξη δύο ευρύτερων αλλαγών που είναι αναγκαίες ενόψει της Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Κλίμα τον Νοέμβριο και των επιθέσεων του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εναντίον των πρωτοβουλιών, της επιστήμης και των δεδομένων για το κλίμα.
Το πρώτο σημείο είναι ότι το περιβαλλοντικό κίνημα πρέπει να διευρύνει την εστίασή του πέρα από το ζήτημα των εκπομπών άνθρακα — στο οποίο επικεντρώνονται ακτιβίστριες όπως η Γκρέτα Τούνμπεργκ — και να προωθήσει ένα πιο ολιστικό μήνυμα για τη βιοποικιλότητα.
Η βιοποικιλότητα και η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι άρρηκτα συνδεδεμένες· τόσο πολύ, ώστε μοιάζει παράδοξο το γεγονός ότι ο ΟΗΕ πραγματοποιεί δύο ξεχωριστές συνόδους κάθε χρόνο για να τις συζητήσει. Αυτή τη στιγμή, υπάρχει επίσης μια ισχυρή πολιτική ανάγκη να δοθεί έμφαση στη βιοποικιλότητα. Το ζήτημα τυγχάνει ευρύτερης, διακομματικής υποστήριξης, καθώς ενώ οι συντηρητικοί κύκλοι συχνά αντιδρούν στους στόχους «μηδενικών εκπομπών», εμφανίζονται πιο δεκτικοί στην προστασία της φύσης. Άλλωστε, ήταν ένας Ρεπουμπλικανός —ο Ρίτσαρντ Νίξον— που ίδρυσε πρώτος την Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (EPA). Και παρότι ο Τραμπ σήμερα την αποδυναμώνει, στο παρελθόν είχε υποστηρίξει ενεργά πρωτοβουλίες δενδροφύτευσης.
Το δεύτερο βασικό σημείο είναι ότι οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές πρέπει να αρχίσουν να μιλούν περισσότερο για την προσαρμογή —δηλαδή για το πώς θα διαχειριστούμε τα ήδη υπάρχοντα κλιματικά σοκ— και όχι μόνο για τη μετρίαση, δηλαδή την αποτροπή τους. Είναι πλέον τραγικά σαφές ότι η μάχη για να διατηρηθεί η άνοδος της θερμοκρασίας κάτω από τον 1,5°C έχει χαθεί, καθώς χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα δεν μειώνουν τις εκπομπές με την απαιτούμενη ταχύτητα.
«Αποτύχαμε να αποτρέψουμε την υπέρβαση του ορίου του 1,5°C μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια», παραδέχθηκε ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, προειδοποιώντας για «καταστροφικές συνέπειες». Ο Μπιλ Γκέιτς προέβλεψε σε ανοικτή επιστολή ότι η άνοδος θα φτάσει τουλάχιστον τους 2°C.
«Τα ολοένα και πιο ακραία καιρικά φαινόμενα είναι κυριολεκτικά προδιαγεγραμμένα για την επόμενη δεκαετία — ή και περισσότερο», δήλωσε ο οικονομολόγος περιβάλλοντος Μαρκ Κλιφ. «Η προσαρμογή, επομένως, είναι απολύτως αναγκαία».
Μέχρι σήμερα, οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές και οι επενδυτές έχουν δώσει ελάχιστη έμφαση στην προσαρμογή σε σχέση με τη μετρίαση. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο «φαινόμενο Τούνμπεργκ», αλλά και στον φόβο ότι η συζήτηση γύρω από την προσαρμογή μπορεί να «κανονικοποιήσει» την υπερθέρμανση του πλανήτη — μειώνοντας έτσι την πίεση για δράση. Παρ’ όλα αυτά, με τον Τραμπ ξανά στην εξουσία, απαιτείται περισσότερος ρεαλισμός. Το McKinsey Global Institute ετοιμάζει μάλιστα μεγάλη έκθεση για τις στρατηγικές προσαρμογής, επιχειρώντας να εξηγήσει γιατί οι πολιτικές αυτές καθυστερούν τόσο.
Η Allstate, μαζί με το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ, ζητούν περισσότερες επενδύσεις σε ανθεκτικές υποδομές. «Κάθε δολάριο που δεν επενδύεται σήμερα στην ανθεκτικότητα μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες έως και 33 δολαρίων μελλοντικής οικονομικής δραστηριότητας», αναφέρουν. Ο Μπιλ Γκέιτς καλεί τους ακτιβιστές να αφήσουν στην άκρη τους «αποκαλυπτικούς» τόνους και να εστιάσουν στη δημιουργία βιώσιμων συνθηκών διαβίωσης: πιο έξυπνη ανοικοδόμηση μετά τις καταστροφές, ανθεκτικά στη φωτιά υλικά, καλύτερη διαχείριση της γης και υποδομές σχεδιασμένες για να αντέχουν σε ισχυρούς ανέμους και βροχοπτώσεις.
Η αλλαγή στάσης του Γκέιτς προκαλεί αντιδράσεις σε ορισμένους ακτιβιστές, όμως οι επιχειρηματίες ήδη στρέφονται σε τεχνολογικές λύσεις προσαρμογής. Ο συνασπισμός FloodAction εντάσσεται σε αυτή τη νέα προσέγγιση, βασισμένος ωστόσο σε παλαιότερες, πιο φυσικές πρακτικές διαχείρισης γης.
Ας ελπίσουμε ότι οι υγρότοποι θα αποδειχθούν πράγματι τόσο θαυματουργοί όσο πιστεύουν οι υποστηρικτές τους. Αν όχι, το μέλλον προμηνύεται με περισσότερες τραγωδίες — και ακόμη υψηλότερα ασφάλιστρα.
Πηγή: FT









