Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τη φύση — από την απώλεια βιοποικιλότητας έως τις πλημμύρες και τη λειψυδρία — μπορεί να αποδειχθούν εξίσου καταστροφικοί για τις επιχειρήσεις όσο και οι κλιματικοί κίνδυνοι. Αυτό προκύπτει από νέα ανάλυση της Barclays, η οποία εκτιμά ότι οι μεταλλευτικές εταιρείες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν έως και 25% μείωση στα κέρδη τους λόγω της έκθεσής τους σε αυτούς τους παράγοντες.
.
Η βρετανική τράπεζα ανέπτυξε μια μεθοδολογία αξιολόγησης «nature risk», η οποία εξετάζει τις επιπτώσεις φυσικών διαταραχών και περιβαλλοντικής υποβάθμισης υπό σενάρια βραχυπρόθεσμου και μεσοπρόθεσμου stress. Η αρχική εφαρμογή του μοντέλου δείχνει ότι οι εταιρείες εξόρυξης είναι από τις πιο ευάλωτες, καθώς η δραστηριότητά τους εξαρτάται άμεσα από τους φυσικούς πόρους και επηρεάζει σημαντικά οικοσυστήματα.
Στην πράξη, οι «κίνδυνοι φύσης» περιλαμβάνουν τόσο φυσικά φαινόμενα — όπως η διάβρωση, η λειψυδρία ή η απώλεια εδαφών — όσο και κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες: αυστηρότερες ρυθμίσεις, αντιδράσεις από τοπικές κοινότητες ή ακόμη και νομικές διεκδικήσεις. Η Barclays υπογραμμίζει ότι χωρίς αποτελεσματική στρατηγική πρόληψης και προσαρμογής, η οικονομική ζημία μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρή, όχι μόνο για τον κλάδο της εξόρυξης αλλά και για επενδυτές που κατέχουν μετοχές ή ομόλογα αυτών των εταιρειών.
Ωστόσο, η τράπεζα αναγνωρίζει ότι το πεδίο παραμένει αβέβαιο: τα διαθέσιμα δεδομένα είναι αποσπασματικά, οι μεθοδολογίες καταγραφής διαφέρουν και δεν υπάρχει ακόμη κοινό διεθνές πλαίσιο για την υποχρεωτική γνωστοποίηση τέτοιων κινδύνων. Στο κενό αυτό φιλοδοξεί να απαντήσει η διεθνής πρωτοβουλία TNFD (Taskforce on Nature-related Financial Disclosures), η οποία ήδη κερδίζει έδαφος μεταξύ ρυθμιστικών αρχών και επενδυτικών οργανισμών.
Για την Ελλάδα, η συζήτηση αποκτά ειδική σημασία, δεδομένης της παρουσίας εξορυκτικών δραστηριοτήτων αλλά και της εξάρτησης πολλών βιομηχανιών από φυσικούς πόρους όπως το νερό και τα ορυκτά. Η συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις για βιώσιμη χρηματοδότηση και οι μελλοντικές υποχρεώσεις διαφάνειας καθιστούν κρίσιμο για τις επιχειρήσεις να αρχίσουν να χαρτογραφούν και να διαχειρίζονται εγκαίρως τους «nature risks». Όσες κινηθούν προληπτικά, όχι μόνο θα μειώσουν την έκθεσή τους, αλλά θα ενισχύσουν και τη θέση τους απέναντι σε επενδυτές που πλέον ζητούν μετρήσιμα και αξιόπιστα στοιχεία ESG.
Πηγή: Environmental Finance – Barclays nature risk assessment