ESG+Stories

Τον Οκτώβριο στην Κομισιόν το καινούργιο ΕΣΕΚ – Οι νέοι προκαταρκτικοί στόχοι για το 2030 ανά τεχνολογία

Η αποστολή της πρότασης έγινε στο πλαίσιο «κλειστής» διαβούλευσης με τους εκπροσώπους του ενεργειακού κλάδου, ώστε στη συνέχεια να οριστικοποιηθεί το τελικό κείμενο που θα υποβληθεί από τη χώρα μας στις Βρυξέλλες, στο πλαίσιο της αναθεώρησης των ενεργειακών «οδικών χαρτών» για το 2030 και το 2050, που υποχρεούνται να κάνουν όλα τα κράτη-μέλη.
Τον Οκτώβριο στην Κομισιόν το καινούργιο ΕΣΕΚ – Οι νέοι προκαταρκτικοί στόχοι για το 2030 ανά τεχνολογία

Επιμέρους διαφοροποιήσεις ως προς την εγκατεστημένη ισχύ των μορφών ηλεκτροπαραγωγής και του χαρτοφυλάκιου αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας το 2030, σε σχέση με την παρουσίαση που είχε κάνει η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ τον περασμένο Ιανουάριο, περιλαμβάνει η επικαιροποιημένη πρόταση για το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, την οποία απέστειλε πρόσφατα το υπουργείο στους φορείς της αγοράς, ώστε αυτοί να τοποθετηθούν μέχρι τις 25 Αυγούστου. 

.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι οι στόχοι που περιλαμβάνονται στην πρόταση, για τη «θέση» κάθε τεχνολογίας στο εγχώριο ηλεκτρικό σύστημα στο τέλος της 10ετίας, θεωρούνται προκαταρκτικοί. Κι αυτό γιατί, λαμβάνοντας υπόψη και τα σχόλια από τους φορείς, είναι πιθανό στο τελικό κείμενο να υπάρξουν από το υπουργείο εκ νέου τροποποιήσεις στα σχετικά νούμερα.  

Η αποστολή της πρότασης έγινε στο πλαίσιο «κλειστής» διαβούλευσης με τους εκπροσώπους του ενεργειακού κλάδου, ώστε στη συνέχεια να οριστικοποιηθεί το τελικό κείμενο που θα υποβληθεί από τη χώρα μας στις Βρυξέλλες, στο πλαίσιο της αναθεώρησης των ενεργειακών «οδικών χαρτών» για το 2030 και το 2050, που υποχρεούνται να κάνουν όλα τα κράτη-μέλη. Σκοπός του υπουργείου είναι η κατάθεση του αναθεωρημένου Σχεδίου να γίνει μέσα στον Οκτώβριο. 

Επίσης, σε σχέση με την παρουσίαση του περασμένου Ιανουαρίου, το Σχέδιο έχει πλέον τη δομή πλήρους κειμένου, ενώ περιλαμβάνει επίσης προβλέψεις για την πορεία εξέλιξης των τιμών καταναλωτή για την ηλεκτρική ενέργεια έως το 2030 και το 2050. Παράλληλα, ενσωματώνει εκτιμήσεις για το ύψος των επενδύσεων και καταναλωτικών δαπανών που θα πρέπει να επιστρατευθούν για να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι.  

Οι νέοι στόχοι για ΑΠΕ 

Στο υπό διαβούλευση draft, γίνεται μία μικρή «διόρθωση» στη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα το 2030, καθώς η συμμετοχή τους στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας καθορίζεται στο 44% (από 45% στην παρουσίαση του Ιανουαρίου) και στην ηλεκτροπαραγωγή στο 79% (από 80%). Έτσι, το ελληνικό ΕΣΕΚ προσαρμόζεται στους επικαιροποιημένους ευρωπαϊκούς στόχους. 

Την ίδια στιγμή, χαμηλώνει ελαφρώς ο «πήχυς» για τα φωτοβολταϊκά που θα βρίσκονται σε λειτουργία στο τέλος της 10ετίας, ο οποίος καθορίζεται πλέον στα 13,4 Γιγαβάτ (από τα 14,1 Γιγαβάτ). Αυξημένη αντίθετα είναι η φιλοδοξία για τα χερσαία αιολικά, με την εγκατεστημένη ισχύ τους να καθορίζεται στα 7,6 Γιγαβάτ το 2020 (από 7 Γιγαβάτ). 

Μειωμένος είναι επίσης ο στόχος για τα offshore αιολικά, καθώς προβλέπεται ότι το 2030 η εγκατεστημένη ισχύς τους θα είναι 1,9 Γιγαβάτ (από 2,7 Γιγαβάτ). Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με την πρόταση, οι πρώτες Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων 

(ΠΟΑΥΑΠ), στις οποίες θα εγκατασταθούν τα πρώτα πάρκα, θα καθοριστούν με Προεδρικό Διάταγμα ως το τέλος 2024 και θα καλύπτουν τον εν λόγω στόχο. Οι διαγωνισμοί για τις «ταρίφες» τοποθετούνται έως το τέλος του 2025 ή τις αρχές του 2026.

Η ισχύς των υπόλοιπων τεχνολογιών ΑΠΕ παραμένει σταθερή, στα 800 Μεγαβάτ. Ως συνέπεια, το «πράσινο» χαρτοφυλάκιο αναμένεται να ανέρχεται στα 13,5 Γιγαβάτ (από 14,7 Γιγαβάτ που προέβλεπε η παρουσίαση του Ιανοαρίου). Επίσης, η εγκατεστημένη ισχύς υδροηλεκτρικών το 2030 τοποθετείται στα 3,8 Γιγαβάτ (από 4 Γιγαβάτ τον Ιανουάριο), αυξημένη κατά 700 Μεγαβάτ. Προϋπόθεση για να επιτευχθεί ο στόχος είναι καταρχάς η ολοκλήρωση κατασκευής και θέση σε λειτουργία του υδροηλεκτρικού Μεσοχώρας (160 Μεγαβάτ) και της μονάδας στο Μετσοβίτικο (29 Μεγαβάτ).

Τα 700 Μεγαβάτ νέας υδροηλεκτρικής ισχύος θα συμπληρωθούν από την κατασκευή και θέση σε λειτουργία άλλων μεγάλων μονάδων που ωριμάζουν αδειοδοτικά (όπως του υδροηλεκτρικού Αυλακίου εγκατεστημένης ισχύος 83,6 - 100 Μεγαβάτ), καθώς και μικρών υδροηλεκτρικών έργων, συνολικής εγκατεστημένης ισχύος περίπου 513 Μεγαβάτ. 

Αποθήκευση και μονάδες ορυκτών καυσίμων 

Σε σχέση με την παρουσίαση του Ιανουαρίου, διαφοροποιήσεις υπάρχουν όμως και στη διείσδυση της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς προβλέπεται ότι έως το 2030 θα βρίσκεται εν λειτουργία ένα χαρτοφυλάκιο συνολικής ισχύος 5,3 Γιγαβάτ (από 8,1 Γιγαβάτ). 

Προς αυτή την κατεύθυνση, σημαντικό είναι το «ψαλίδι» στις μπαταρίες, η εγκατεστημένη ισχύς των οποίων το 2030 καθορίζεται πλέον στα 3,1 Γιγαβάτ (από 5,6 Γιγαβάτ). Αναπροσαρμογή προς τα κάτω γίνεται και στις μονάδες αντλησιοταμίευσης, που καθορίζονται στα 2,2 Γιγαβάτ το 2030 (από 2,5 Γιγαβάτ). 

Αντίθετα, στα 7,7 Γιγαβάτ ανακαθορίζεται η συνολική εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων αερίου στο τέλος της 10ετίας (από 7 Γιγαβάτ). Την ίδια ώρα, οι λιγνιτικές μονάδες αναμένεται να έχουν αποσυρθεί στο σύνολό τους μέχρι το 2030, με την «Πτολεμαΐδα 5» να βγαίνει εκτός συστήματος δύο χρόνια νωρίτερα. 

«Η εγκατεστημένη ισχύς των θερμικών μονάδων με στερεό καύσιμο αναμένεται να μειωθεί με την πλήρη απόσυρση των παλαιών μονάδων λιγνίτη. Μετά την 31η Δεκεμβρίου 2028 δεν θα μπορεί να παράγει ούτε η νέα μονάδα λιγνίτη στην Πτολεμαΐδα», σημειώνεται χαρακτηριστικά.

Η εξέλιξη των τιμών ρεύματος 

Όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, στο υπό διαβούλευση κείμενο επισημαίνεται ότι θα βαίνει διαρκώς μειούμενο στο μέλλον. Ενδεικτικά προβλέπεται ότι η μέση τιμή καταναλωτή θα διαμορφωθεί στα 132,6 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, από 187,1 ευρώ ανά MWh το 2021. με περαιτέρω υποχώρηση τα επόμενα χρόνια. 

Το ΕΣΕΚ υπολογίζει ότι χάρις στο συνεχώς μειούμενο κόστος επενδύσεων σε ΑΠΕ, για όλες τις τεχνολογίες, περιλαμβανομένων των υπεράκτιων, το συνολικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, περιλαμβανομένων του κόστους ηλεκτροπαραγωγής και του κόστος των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, θα είναι συνεχώς μειούμενο στο μέλλον. Βέβαια, το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας 

δεν θα εξαρτάται μόνο από το κόστος των ΑΠΕ, αλλά και από το κόστος της ενέργειας και της αποθήκευσης για τη συμπλήρωση και εξισορρόπηση των ΑΠΕ και την διασφάλιση των εφεδρειών και επικουρικών υπηρεσιών. 

Μάλιστα, το κόστος των εφεδρειών, επικουρικών υπηρεσιών και ενέργειας που συμπληρώνει τις ΑΠΕ είναι σχετικά υψηλό γιατί οι μονάδες, περιλαμβανομένων των θερμικών που χρησιμοποιούν αέρια καύσιμα, σήμερα φυσικό αέριο και στο μέλλον σταδιακά ανανεώσιμα αέρια, θα έχουν μικρό βαθμό χρησιμοποίησης. Ωστόσο, οι υπολογισμοί στο πλαίσιο της αναθεώρησης του ΕΣΕΚ, όπως και σε όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ, δείχνουν ότι παρά την αύξηση του κόστος της ενέργειας που συμπληρώνει, εξισορροπεί και αποθηκεύει την ενέργεια από ΑΠΕ, το συνολικό κόστος της ηλεκτροπαραγωγής ανά μονάδα που παράγεται θα βαίνει συνεχώς μειούμενο στο μέλλον, χάρις στο φθηνό και μειούμενοι κόστος των ΑΠΕ. 

Χρηματοδότηση των καταναλωτικών δαπανών 

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με το υπό διαβούλευση κείμενο, η σημαντική οικονομική προϋπόθεση της «πράσινης» ενεργειακής μετάβασης είναι η ευχερής και φθηνή χρηματοδότηση των επενδυτικών δαπανών σε όλους τους τομείς τελικής κατανάλωσης ενέργειας, περιλαμβανομένων των δαπανών για αγορά συσκευών, εξοπλισμού και οχημάτων προηγμένης τεχνολογίας, καθώς και για επενδύσεις στην εξοικονόμηση ενέργεια.  Κι αυτό γιατί ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαίων που θα πρέπει να «επιστρατευθούν» θα αφορούν καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών. 

Ενδεικτικά, για την επόμενη 7ετία (2024-2030) θα απαιτηθούν κεφάλαια ύψους 165 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 76 δισ. αφορούν καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών. Με τα 76 δισ., θα καλυφθούν τα κόστη για ανακαίνιση των κατοικιών, για την αγορά νέων ενεργειακών συσκευών (π.χ. αντλιών θερμότητας για θέρμανση) και αποδοτικού εξοπλισμού, καθώς και νέα μεταφορικά μέσα (ηλεκτρικά Ι.Χ.).  Ως συνέπεια, η καταναλωτική δαπάνη για ενεργειακά αποδοτικό εξοπλισμό ως ποσοστό του εισοδήματος αναμένεται να ανέλθει στο 8,2% το 2030 από 5,7% το 2020. 

Όπως είναι φυσικό, οι καταναλωτικές δαπάνες για αντλίες θερμότητας, ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ενεργειακά αποδοτικών ηλεκτρικών συσκευών θα επιβαρύνουν περισσότερο τα νοικοκυριά χαμηλής εισοδηματικής τάξης. «Η μη δυνατότητα χρηματοδότησης ενδέχεται να τα οδηγήσει σε "ενεργειακή φτώχεια", καθώς η καθυστέρηση των συγκεκριμένων δαπανών συνεπάγεται υψηλά λειτουργικά κόστη χρήσης για τη θέρμανση και τη μετακίνηση στα επόμενα έτη», σημειώνεται χαρακτηριστικά.

Πηγή: Energypress, Ιnsider.gr

ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ