Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ έδωσε στη δημοσιότητα το τρίτο από μια σειρά νέων Κειμένων Πολιτικής, όπου παρουσιάζονται τα εμπειρικά ευρήματα της πρώτης δημοσκοπικής έρευνάς του για την ποιότητα της εργασίας στην Ελλάδα.
.
Σκοπός της έρευνας είναι να διερευνηθούν διαστάσεις της ποιότητας της εργασίας, όπως το φυσικό της περιβάλλον, η ένταση της εργασίας, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η εργασιακή επισφάλεια κ.ά. βάσει των ίδιων των ατομικών εμπειριών και των απόψεων των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα.
Με βάση την επεξεργασία των ευρημάτων της μελέτης η ΓΣΕΕ ότι σχεδόν ένας στους δέκα εργαζομένους δήλωσε ότι έχει αντιμετωπίσει συνθήκες σεξουαλικής παρενόχλησης και εργασιακού εκφοβισμού. Στο σύνολο του δείγματος, ως πρώτος προσδιοριστικός παράγοντας τέτοιων συνθηκών δηλώθηκε η ηλικία (36%), το φύλο (27%), ο σεξουαλικός προσανατολισμός (10%) και η εθνικότητα (7%).
Αξιοσημείωτο είναι ότι στους άνδρες ως πρώτη επιλογή εμφανίζεται η ηλικία (35%), ενώ η εθνικότητα δηλώθηκε με ποσοστό 15%. Στις γυναίκες ως πρώτη επιλογή δηλώθηκε το φύλο (42%), ενώ η εθνικότητα είχε ποσοστό μόλις 3%.
Επίσης, στην ηλικιακή ομάδα 55+ ετών η εθνικότητα δεν δηλώθηκε ως παράγοντας σεξουαλικής παρενόχλησης και εργασιακού εκφοβισμού. Στην ηλικιακή ομάδα 17-34 ετών ο σεξουαλικός προσανατολισμός δηλώθηκε σε ποσοστό 10%, το υψηλότερο όλων των ηλικιακών ομάδων.
Ενδιαφέρον είναι επίσης το εύρημα ότι τα υψηλότερα ποσοστά των ερωτηθέντων που δήλωσαν ότι αντιμετώπισαν σεξουαλική παρενόχληση και εργασιακό εκφοβισμό είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος (16%) και εκείνοι με τεχνική εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση (15%). Ως προς τους προσδιοριστικούς παράγοντες, οι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος δήλωσαν ως πρώτη επιλογή το φύλο (43%), και ακολουθούν η ηλικία (36%), η εθνικότητα (20%) και ο σεξουαλικός προσανατολισμός (7%).
Εντυπωσιακό είναι το εύρημα ότι σε όσους είχαν ολοκληρώσει έως και το γυμνάσιο η ηλικία ως προσδιοριστικός παράγοντας της σεξουαλικής παρενόχλησης και του εργασιακού εκφοβισμού δηλώθηκε με ποσοστό σχεδόν 100%.
Παράλληλα, παρατηρούμε ότι το υψηλότερο ποσοστό σεξουαλικής παρενόχλησης και εργασιακού εκφοβισμού σημειώνεται στις επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες (14%), και ακολουθούν οι δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα (13%), η μεταποίηση (11%) και οι δραστηριότητες παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης (10%).
Αξιοσημείωτο είναι ότι ως προς τους παράγοντες που σχετίζονται με τη σεξουαλική παρενόχληση και τον εργασιακό εκφοβισμό στην εκπαίδευση οι ερωτώμενοι ως πρώτη επιλογή δήλωσαν την εθνικότητα (60%).
Τέλος, στις επιχειρήσεις άνω των 250 ατόμων σημειώνεται το μεγαλύτερο ποσοστό σεξουαλικής παρενόχλησης και εργασιακού εκφοβισμού (12%)
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η σεξουαλική παρενόχληση και ο εργασιακός εκφοβισμός δεν πρέπει να αξιολογούνται ως μεμονωμένα περιστατικά διακρίσεων, αλλά ως δομικά φαινόμενα με βαθιές κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές ρίζες.
Για τον λόγο αυτό η ανάλυσή τους πρέπει να εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο αφενός των κοινωνικών ανισοτήτων και αφετέρου του δραματικού περιορισμού της προστασίας των εργαζομένων τις τελευταίες δεκαετίες, της ελαστικοποίησης και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, της οργανωσιακής κουλτούρας και των σχέσεων εξουσίας στον χώρο εργασίας.
Πολύ σημαντικά για την ποιότητα της εργασίας είναι τα ευρήματα που αφορούν την ανάληψη καθηκόντων με αυστηρά χρονοδιαγράμματα και πιεστικές προθεσμίες. Τέτοιας μορφής καθήκοντα απαιτούν την ταχύτατη ολοκλήρωση σύνθετων και απαιτητικών έργων με περιορισμένα περιθώρια για ανάπαυση.
Παρατηρούμε ότι στο σύνολο του δείγματος στο ερώτημα αναφορικά με το εάν η εργασία τους απαιτεί την τήρηση αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων το 73% των εργαζομένων απάντησε θετικά. Στο ερώτημα εάν εργάζονται υπό συνθήκες άγχους το 19% δήλωσε «ναι, πάντα», το 31% «ναι, τις περισσότερες φορές» και το 37% «ναι, μερικές φορές». Δηλαδή το 87% των εργαζομένων βιώνει στρες και ένταση στην εργασία του. Την ίδια στιγμή το 51%, δηλαδή ένας στους δύο εργαζομένους, δήλωσε ότι «πολύ συχνά/συχνά» η ψυχολογική πίεση στην εργασία του επηρεάζει την οικογενειακή και την ευρύτερη κοινωνική ζωή του.