Ο Ευρωπαίος πολίτης εξακολουθεί να νιώθει έντονα την περιβαλλοντική υποβάθμιση στην καθημερινότητά του. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το 2023, το 12,2% των κατοίκων της Ε.Ε. δηλώνουν ότι βιώνουν αισθητή ρύπανση που επηρεάζει την ποιότητα ζωής τους. Το ποσοστό αυτό παρουσιάζει μείωση τριών μονάδων σε σχέση με το 2010, ωστόσο η εικόνα παραμένει ανησυχητική για πολλές χώρες.
.
Η Μάλτα κρατά σταθερά την πρώτη θέση στη λίστα, με το 34,7% των πολιτών της να θεωρούν ότι η ζωή τους υποβαθμίζεται λόγω ρύπανσης. Δυστυχώς, η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς πίσω της, με το 20,5% των κατοίκων να δηλώνουν ότι ζουν σε περιβάλλον χαμηλής ποιότητας. Την τετράδα κορυφής συμπληρώνουν μεγάλες χώρες όπως η Γερμανία (16,8%) και η Γαλλία (16%).
Η μεγαλύτερη πίεση, όπως αναμενόταν, καταγράφεται στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο είναι εντυπωσιακή: στα χωριά και στις αγροτικές περιοχές το ποσοστό πέφτει στο 2,8%, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 5%. Ο υπερτουρισμός και η συνεχής μετακίνηση πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα για αναζήτηση εργασίας φαίνεται να έχουν οδηγήσει τις μητροπόλεις σε οριακές συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο ότι ολοένα και περισσότεροι Ευρωπαίοι εξετάζουν τη φυγή προς την επαρχία, αναζητώντας καλύτερους ρυθμούς ζωής, χαμηλότερο κόστος στέγασης αλλά και καθαρότερο περιβάλλον.
Η διάσταση της κοινωνικής ανισότητας είναι εξίσου αποκαλυπτική. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας είναι πολύ πιο πιθανό να ζουν σε περιοχές με αυξημένη ρύπανση. Συνολικά, το 14,1% των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας στην Ε.Ε. θεωρεί τη ρύπανση, τη βρωμιά ή άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα σημαντικό ζήτημα, έναντι 11,9% των μη φτωχών.
Η Σλοβακία καταγράφει τη μεγαλύτερη απόκλιση: εκεί, τα φτωχά νοικοκυριά αναφέρουν το πρόβλημα σε ποσοστό 17,6%, σχεδόν τετραπλάσιο σε σχέση με τα μη φτωχά (3,8%). Σημαντικές διαφορές παρατηρούνται επίσης στη Βουλγαρία (16,8% έναντι 8,8%), στη Δανία (13,8% έναντι 6,4%) και στις Κάτω Χώρες (21% έναντι 13,8%).
Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι ενιαία. Σε εννέα χώρες της Ε.Ε. τα μη φτωχά νοικοκυριά δηλώνουν μεγαλύτερη περιβαλλοντική επιβάρυνση από τα φτωχά. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν η Μάλτα, η Κύπρος, η Λετονία και η Ρουμανία, ενώ η Ελλάδα καταγράφεται επίσης, αν και με οριακή διαφορά μόλις 0,3 ποσοστιαίων μονάδων.
Τα στοιχεία δείχνουν με σαφήνεια ότι η περιβαλλοντική ρύπανση δεν είναι μόνο ζήτημα οικολογίας, αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι πόλεις της Ευρώπης αντιμετωπίζουν πλέον πιεστικές συνθήκες που συνδέονται με τον υπερπληθυσμό, την τουριστική ανάπτυξη και τις ανισότητες. Η μείωση που παρατηρείται συνολικά από το 2010 δεν αρκεί για να αλλάξει την εικόνα, καθώς οι περιφερειακές διαφορές παραμένουν έντονες και οι ανισότητες σε σχέση με το εισόδημα επιτείνουν την περιβαλλοντική αδικία. Η πρόκληση για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι διπλή: να μειώσουν την ίδια τη ρύπανση και ταυτόχρονα να διασφαλίσουν ότι όλοι οι πολίτες –ανεξαρτήτως εισοδήματος ή τόπου κατοικίας– έχουν πρόσβαση σε ένα καθαρό και υγιές περιβάλλον.