ESG+Stories

Μόδα σε «δεκαετία δράσης», αλλά με φρένο: τι έδειξε το 2025 για τη βιώσιμη ένδυση

Το τελευταίο μεγάλο μάθημα του 2025 ήταν ότι οι ομάδες βιωσιμότητας αναγκάστηκαν να γυρίσουν στο business case.
Μόδα σε «δεκαετία δράσης», αλλά με φρένο: τι έδειξε το 2025 για τη βιώσιμη ένδυση

Στο «μισό» της λεγόμενης δεκαετίας δράσης, το 2025 υποτίθεται ότι θα ήταν χρονιά-κλειδί για τη βιώσιμη μόδα. Αντί γι’ αυτό, έγινε χρονιά αβεβαιότητας: πολιτικές αναδιπλώσεις, δασμοί-σοκ, έλεγχοι στις αλυσίδες εφοδιασμού και μια αγορά που ξαναμέτρησε τα πάντα με όρους ρίσκου και ρευστότητας. Όπως το έθεσε η Hannah Phang, συνιδρύτρια της συμβουλευτικής και πλατφόρμας στελέχωσης The Now Work, «το 2025 ήταν ταπεινωτικό, αλλά αναγκαίο». Και αυτή η φράση, στην ουσία, συνοψίζει τη χρονιά.

.

Η πρώτη μεγάλη ανατροπή ήρθε από το μέτωπο των κανονισμών. Πολλές ομάδες βιωσιμότητας είχαν ποντάρει στη ρύθμιση για να «κλειδώσουν» εσωτερική συναίνεση, να πάρουν budgets και να πιέσουν τη μετάβαση. Όμως, η πολιτική στροφή στην Ευρώπη –με έμφαση πλέον στην «ανταγωνιστικότητα» και τη «στρατηγική αυτονομία»– έκοψε φόρα. Ρυθμίσεις που μέχρι χθες έμοιαζαν δεδομένες, «ψαλιδίστηκαν», περιορίστηκαν ή μπήκαν στον πάγο. Η Donatela Bellone, ιδρύτρια και CEO της πλατφόρμας διαφάνειας Alu AI (και πρώην επικεφαλής του ESG Insights στη McKinsey), περιγράφει το αποτέλεσμα ωμά: ομάδες που βασίζονταν στη συζήτηση περί συμμόρφωσης για να κερδίζουν buy-in, έχασαν ξαφνικά το βασικό τους επιχείρημα.

Παράλληλα, όμως, η εικόνα δεν ήταν μονοσήμαντη. Εκεί που η «μεγάλη» ρύθμιση κλυδωνίστηκε, η επιβολή πέρασε από άλλες πόρτες: καταναλωτικό δίκαιο, εργατική νομοθεσία, κανόνες ανταγωνισμού. Η Bellone παρατηρεί ότι αρκετές αρχές προτίμησαν να «πατήσουν» σε υπάρχοντα νομικά εργαλεία για να κυνηγήσουν ανεύθυνες πρακτικές, αντί να περιμένουν να ωριμάσουν νέα ειδικά πλαίσια. Στο φόντο αυτής της πίεσης, αρκετά brands πάτησαν παύση σε δεσμεύσεις, επιλέγοντας «wait and see». Από την άλλη, όπως σημειώνει η Phang, όλο αυτό –όσο χαοτικό κι αν ήταν– ανάγκασε τις ομάδες να στήσουν δεδομένα, governance και εσωτερικές διαδικασίες. Με απλά λόγια: χτίστηκε υποδομή που μένει, ακόμη κι αν η πολιτική αλλάζει.

Το δεύτερο μεγάλο πεδίο που «έσπασε» τη βιωσιμότητα από PR σε σκληρή επιχειρησιακή πραγματικότητα ήταν οι αλυσίδες εφοδιασμού. Οι ιταλικές έρευνες για εκμεταλλευτικές συνθήκες και παράνομες υπεργολαβίες σε luxury δίκτυα έκαναν τον κίνδυνο φήμης νούμερο ένα μοχλό πίεσης. Αυτό δεν αφορά μόνο μεμονωμένα περιστατικά: η επέκταση των αιτημάτων για έγγραφα διακυβέρνησης και supply chain από τις αρχές, έδειξε πόσο «συστημικά» μπορεί να είναι τα προβλήματα. Ο Dr. Hakan Karaosman (Politecnico di Milano) το περιγράφει ως άνοιγμα της «Πανδώρας» των luxury business models: αν δεν στηρίζεται ο προμηθευτής ως στρατηγικός εταίρος, η συνέχεια του ίδιου του brand μπαίνει σε κίνδυνο. Και προσθέτει μια φράση που χτυπά καμπανάκι στη μόδα: «Η βιωσιμότητα δεν είναι σύστημα επιτήρησης· είναι συνεργασία».

Σαν να μην έφταναν αυτά, οι δασμοί που ανακοινώθηκαν στις ΗΠΑ –οι λεγόμενοι Liberation Day tariffs– μπήκαν ως ακόμη ένας παράγοντας αστάθειας. Meeting ακυρώσεις, επαναϋπολογισμοί κόστους, αναδιάταξη προτεραιοτήτων: η Bellone περιγράφει μια βίαιη μετατόπιση προς cash flow, pricing και inventory risk. Και εδώ εμφανίζεται ένα οξύ παράδοξο: η «φυγή» σε χώρες με χαμηλότερους δασμούς μπορεί να αποδυναμώσει αγορές παραγωγής που είχαν χτίσει με κόπο κοινωνικές και περιβαλλοντικές δικλίδες. Ο Karaosman προειδοποιεί πως τέτοιες μετακινήσεις μπορούν να οξύνουν κοινωνικές αδικίες και να εξαφανίσουν κρίσιμη τεχνογνωσία που δεν μεταφέρεται εύκολα.

Μέσα σε αυτό το τοπίο, μια αργή αλλά ουσιαστική αλλαγή άρχισε να φαίνεται: περισσότερα brands μιλούν απευθείας με προμηθευτές και παραγωγούς – είτε για traceability, είτε για πρόοδο σε στόχους, είτε για να προστατεύσουν τη φήμη τους. Παραδείγματα συνεργασιών (από regenerative wool μέχρι υπεύθυνη εξόρυξη πολύτιμων λίθων) δείχνουν μια στροφή σε πιο «σχέσεις» και λιγότερο σε transactions. Αλλά, όπως λέει η Claire Bergkamp, CEO του Textile Exchange, οι παραγωγοί παραμένουν υποεκπροσωπημένοι στη λήψη αποφάσεων και υποχρηματοδοτημένοι σε σχέση με όσα τους ζητούν. Και η Kim van der Weerd από το Fashion Producer Collective βάζει το δάχτυλο στην πληγή: συχνά οι κατασκευαστές καλούνται να σχολιάσουν λύσεις που έχουν ήδη αποφασιστεί χωρίς αυτούς – μια συμμετοχή που μοιάζει περισσότερο με «διαβούλευση για τα μάτια».

Και κάπου εδώ μπήκε δυνατά στο τραπέζι κάτι που ως τώρα στη μόδα έμενε στις υποσημειώσεις: η προσαρμογή στην κλιματική κρίση. Το 2025, τα ακραία φαινόμενα δεν ήταν «εξωτερικότητα», αλλά παράγοντας παραγωγής. Πλημμύρες, καύσωνες, ξηρασίες και κυκλώνες χτύπησαν καλλιέργειες και εργοστάσια, από το βαμβάκι στη Νότια Ασία μέχρι μονάδες στη Σρι Λάνκα. Η συζήτηση για την ακραία ζέστη ως ζήτημα ασφάλειας εργαζομένων ανέβηκε επίπεδο, ακόμη και σε θεσμούς όπως το International Accord. Ο Karaosman μιλά για θερμικό στρες ως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που πρέπει να τίθεται από ανθρώπους «που το ζουν» στο πεδίο. Και η Kalpona Akter (Bangladesh Center for Workers Solidarity) ξεκαθαρίζει τι λείπει: χρηματοδότηση για λύσεις που οδηγούνται από εργαζόμενους – συνδικάτα, εκπαίδευση, συλλογική διαπραγμάτευση, κοινωνική προστασία. Όχι γιατί είναι «καλό», αλλά γιατί χωρίς αυτό, η βιωσιμότητα μένει θεωρία.

Το τελευταίο μεγάλο μάθημα του 2025 ήταν ότι οι ομάδες βιωσιμότητας αναγκάστηκαν να γυρίσουν στο business case. Με γεωπολιτική ένταση και οικονομική πίεση, το «γιατί» της βιωσιμότητας έπρεπε να μιλήσει τη γλώσσα του ρίσκου, του κεφαλαίου και της ανταγωνιστικότητας. Η Bergkamp το λέει καθαρά: όχι μόνο impact, αλλά και business models που αντέχουν. Ο Lewis Perkins (Apparel Impact Institute) το μεταφράζει σε ερωτήματα που πλέον ακούγονται παντού: ποιος πληρώνει τη μετάβαση στο επίπεδο του προμηθευτή; πόσο σταθερή είναι η ρύθμιση; πόσο αξιόπιστα είναι τα κλιματικά πλάνα των brands; Και η Phang προσθέτει ότι υπήρξε περισσότερη ειλικρίνεια: ο κλάδος άρχισε να παραδέχεται πού δεν πείθει, πού δεν ενσωματώνει νωρίς τις άλλες λειτουργίες και πώς η βιωσιμότητα πρέπει να «κουμπώνει» στη στρατηγική και την ανάπτυξη.

Ακόμη και στα υλικά, η εικόνα ήταν μικτή. Το textile-to-textile recycling κέρδισε ορατότητα και εμπορική ώθηση, με συνεργασίες, νέα plants και νέες συμμαχίες. Την ίδια στιγμή, αρκετά next-gen υλικά (ιδίως στο alternative leather) έφαγαν «μαχαίρι» σε κόστη ή πάγωσαν, κάτι που κάποιοι διαβάζουν ως αμφιβολία βιωσιμότητας του μοντέλου, ενώ άλλοι ως ένδειξη ωρίμανσης και εξειδίκευσης: καλύτερα να τελειοποιηθεί ένα κρίσιμο στάδιο, παρά να πουληθεί πρόωρα μια υπόσχεση.

Το 2025, τελικά, δεν ήταν χρονιά θριάμβου. Ήταν χρονιά «λογιστικού» ξεκαθαρίσματος: τι κρατάει, τι δεν κρατάει, ποιος πληρώνει, ποιος αποφασίζει, ποιος εκτίθεται. Και ίσως αυτό είναι το πιο χρήσιμο που άφησε πίσω του. Γιατί αν η βιώσιμη μόδα θέλει να πετύχει τους στόχους της στην ώρα τους, θα χρειαστεί λιγότερη πίστη στη ρυθμιστική μαγεία και περισσότερη ανθεκτικότητα: συνεργασία με προμηθευτές, επένδυση σε προσαρμογή, χρηματοδότηση στο επίπεδο παραγωγής και μια αφήγηση που δεν κρύβει τα δύσκολα.

Πηγή: Vogue Business

ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ