Η Amazon, η Meta και άλλοι κολοσσοί της τεχνολογίας βρίσκονται αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη αλλαγή της τελευταίας δεκαετίας στον τρόπο καταγραφής των εκπομπών τους, καθώς ο οργανισμός που εποπτεύει το διεθνώς αναγνωρισμένο Greenhouse Gas Protocol παρουσίασε πρόταση αυστηρότερων κανόνων.
.
Η αναθεώρηση αφορά κυρίως τις εκπομπές που συνδέονται με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Μέχρι σήμερα, οι εταιρείες μπορούσαν να εμφανίζουν πρόοδο προς τον στόχο «100% ανανεώσιμης ενέργειας» βασιζόμενες σε πιστοποιητικά αγοράς πράσινης ενέργειας, ακόμη κι αν τα κέντρα δεδομένων τους λειτουργούσαν με φυσικό αέριο ή άνθρακα. Η πρακτική αυτή επέτρεπε, για παράδειγμα, σε μια εγκατάσταση στο Τέξας που τροφοδοτείται τη νύχτα από αέριο να συμψηφίζει τις εκπομπές της με ηλιακή ενέργεια που παράχθηκε την ημέρα στην Καλιφόρνια.
Με το νέο πλαίσιο, οι ανανεώσιμες μονάδες θα πρέπει να παράγουν ενέργεια στον ίδιο χρόνο και στην ίδια αγορά με την κατανάλωση που αντισταθμίζουν. Αυτό θα δημιουργήσει πιο αξιόπιστο δεσμό ανάμεσα σε εταιρείες και πράσινες επενδύσεις, αλλά αναμένεται να αυξήσει σημαντικά το κόστος για την αγορά πιστοποιητικών, ειδικά σε περιόδους χαμηλής παραγωγής.
Ορισμένοι παίκτες, όπως η Google και η AstraZeneca, έχουν στηρίξει την προσέγγιση «24/7» που συνδέει άμεσα την κατανάλωση με τοπική και χρονικά ταυτισμένη παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας. Αντίθετα, συνασπισμός μελών της Big Tech, όπως η Meta, η Amazon και η General Motors, ζητούν μεγαλύτερη ευελιξία, υποστηρίζοντας ότι αυτό μπορεί να διοχετεύσει κεφάλαια σε αναπτυσσόμενες χώρες.
Η συζήτηση εξελίσσεται υπό έντονη πίεση: πρόσφατα γενικοί εισαγγελείς στις ΗΠΑ κατηγόρησαν τις Microsoft, Meta, Google και Amazon ότι χρησιμοποιούν «λογιστικά τεχνάσματα» για να παρουσιάζουν παραπλανητικά τις περιβαλλοντικές τους επιδόσεις, ενώ τα κέντρα δεδομένων τους αυξάνουν δραματικά τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας και αποσταθεροποιούν τα δίκτυα.
Η σημασία της αναθεώρησης είναι κρίσιμη, καθώς η μέθοδος καταμέτρησης των εκπομπών άνθρακα επηρεάζει όχι μόνο τους στόχους βιωσιμότητας που επικοινωνούν οι εταιρείες στους επενδυτές, αλλά και το ύψος των επιβαρύνσεων που θα πληρώνουν στο πλαίσιο των συστημάτων εμπορίας ρύπων στην Ευρώπη, την Κίνα και αλλού.
Πηγή: Financial Times