Η ενεργειακή μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές θα οδηγήσει μέχρι το 2050 σε σημαντική μείωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων, στον υπερδιπλασιασμό της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, στον τριπλασιασμό της ανανεώσιμης ενέργειας, σε μεγάλη επέκταση των υποδομών δικτύων, σε έκρηξη της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας και στην πλήρη υιοθέτηση έξυπνων μετρητών. Το IEA εκτιμά τα αναγκαία κεφάλαια για επενδύσεις σε αυτή την πορεία στην περιοχή των 120 τρισεκ. δολαρίων.
Το όραμα της μετάβασης για την Ελλάδα, όπως διαφαίνεται στο ΕΣΕΚ, είναι να καταστεί η χώρα ενεργειακός κόμβος και εξαγωγική δύναμη, με εξαιρετικά ισχυρή συμβολή των ΑΠΕ, των οποίων η εγκατεστημένη ισχύς θα υπερτριπλασιαστεί. Οι συνολικές επενδύσεις για την μετάβαση στην Ελλάδα μπορεί να ανέλθουν έως το 2050 σε 430 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 95 δισ. στον ηλεκτρισμό, εκτός αυτών που αφορούν διεθνείς διασυνδέσεις. Οι επενδύσεις αυτές αντιστοιχούν σε περίπου 15 και 4 δισ. ευρώ ανά έτος για την περίοδο, και αν πραγματοποιηθούν θα συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Έχουν λοιπόν τεθεί στόχοι αλλά δεν υπάρχουν λεπτομερή σχέδια, τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε εθνικό, ενώ σημαντικοί περιορισμοί εμποδίζουν την πορεία της μετάβασης. Οι ανεπάρκειες των δικτύων, το έλλειμμα μη στοχαστικής ισχύος που είναι αναγκαία για την ευστάθεια του συστήματος, η μεγάλη χωρική διασπορά των ανανεώσιμων πηγών, οι ανάγκες για χωροθετημένη και αδειοδοτημένη γη για ΑΠΕ, και η εξάρτηση της βιομηχανίας ηλεκτρισμού από κρίσιμα εισαγόμενα υλικά είναι οι πλέον σημαντικοί από αυτούς.
Η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, παρά τη θεσμική τυποποίηση της, δεν είναι ολοκληρωμένη ούτε αποδοτική και δεν αντικατοπτρίζει καλά το οικονομικό κόστος. Το βασικό αποτέλεσμα είναι μεγάλες διαφορές τιμών ανάμεσα στις επιμέρους αγορές, η οποία ανακλάται στη σχετική ανταγωνιστικότητα των χωρών αλλά και στην επενδυτική ελκυστικότητα τους. Η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού είναι από τις ακριβότερες στην Ευρώπη και υποφέρει από έλλειμα μη στοχαστικής ισχύος, ασαφές ρυθμιστικό πλαίσιο και κρατικές παρεμβάσεις. Το συνολικό ρυθμιστικό πλαίσιο χρειάζεται ανασχεδιασμό και απλοποίηση και η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από-χρηματιστηριοποίηση, ώστε η βιομηχανία ηλεκτρισμού να γίνει ελκυστικός επενδυτικός προορισμός για κεφάλαια με μακρύ ορίζοντα.
Η αναμενόμενη απόδοση των επενδύσεων στον ηλεκτρισμό δεν πρόκειται να είναι υψηλή και θα εξαρτηθεί από την ορθή προτεραιοποίηση τους. Η ιεράρχηση τους πρέπει να καθοδηγείται από την ανάγκη άρσης των περιορισμών με τον πιο οικονομικό τρόπο, ενώ παράλληλα διασφαλίζεται ο εφοδιασμός και η ευστάθεια του συστήματος. Δεδομένων των χαμηλών αναμενόμενων αποδόσεων, δημόσια κεφάλαια θα επιδοτήσουν έργα, τα οποία ενδέχεται να μην προσελκύουν ικανά ιδιωτικά κεφάλαια (π.χ. βελτιώσεις δικτύου, διασυνδέσεις) ,και ειδικά όσα αποτελούν τεχνικές προϋποθέσεις για την εκτέλεση άλλων επενδύσεων.
Το σωστό ερώτημα πολιτικής δεν είναι αν επαρκούν τα ιδιωτικά και δημόσια κεφάλαια για την χρηματοδότηση της μετάβασης και αν υπάρχουν τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία. Το πρόβλημα είναι αν οι επενδυτές είναι διατεθειμένοι τοποθετηθούν μακροπρόθεσμα σε ρυθμιζόμενες αγορές με μικρές αποδόσεις. Χωρίς ξεκάθαρο ρυθμιστικό πλαίσιο, σωστά μηνύματα από την ίδια την αγορά ηλεκτρισμού και χρηματοδοτική στήριξη από το κράτος η/και την ΕΕ, θα είναι δύσκολο να αντληθούν και να κατευθυνθούν κεφάλαια στις επιθυμητές χρήσεις.
(*) Ο Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων
ΠΗΓΗ: Κreport