Ομάδα 73 επενδυτών που διαχειρίζονται συνολικά περιουσιακά στοιχεία ύψους 11,5 τρισ. δολαρίων ζητούν από μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων και λιανεμπόρους να διαφοροποιηθούν από τις ζωικές πρωτεΐνες και να επενδύσουν περισσότερο σε φυτικές και εναλλακτικές λύσεις, με στόχο τη μείωση των κινδύνων για την επισιτιστική ασφάλεια και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των εφοδιαστικών αλυσίδων.
.
Η έκκληση καταγράφεται σε νέα έκθεση του δικτύου FAIRR (Farm Animal Investment Risk and Return Initiative), η οποία αναδεικνύει τις «ευκαιρίες ανάπτυξης και υγείας» που προσφέρουν οι εναλλακτικές πρωτεΐνες. Μέσω του FAIRR, οι επενδυτές έχουν ήδη εμπλακεί σε διάλογο με 20 μεγάλες εταιρείες, ανάμεσά τους οι Nestlé, Danone, Kraft Heinz, Amazon, Carrefour και Walmart.
Οι επενδυτές τονίζουν ότι η εξάρτηση από ζωικές αλυσίδες παραγωγής γίνεται ολοένα και πιο εύθραυστη, καθώς το αυξημένο κόστος ζωοτροφών λόγω υψηλών επιτοκίων και παρατεταμένων θερμοκρασιών, αλλά και παράγοντες όπως η γρίπη των πτηνών, επιβαρύνουν την παραγωγή και απειλούν την κερδοφορία.
«Για τις εταιρείες τροφίμων και λιανεμπορίου, η διαφοροποίηση των πηγών πρωτεΐνης αποτελεί βασικό στοιχείο για τη μείωση των εκπομπών CO₂», ανέφερε η Sophie Kamphuis, ανώτερη σύμβουλος υπεύθυνων επενδύσεων στην ολλανδική MN, επισημαίνοντας ως καλό παράδειγμα τη δέσμευση της Ahold Delhaize για 50% φυτικές πρωτεΐνες στα ευρωπαϊκά καταστήματά της έως το 2030.
Παρά την πίεση των επενδυτών, οι ιδιωτικές επενδύσεις σε εναλλακτικές πρωτεΐνες έχουν μειωθεί σημαντικά: από σχεδόν 7 δισ. δολάρια το 2021 σε λίγο πάνω από 1 δισ. δολάρια το 2024, σύμφωνα με το Good Food Institute.
Ένα από τα βασικά εμπόδια παραμένει η αποδοχή των καταναλωτών. «Η πραγματικότητα είναι ότι οι εταιρείες δεν κατάφεραν να πετύχουν τη γεύση και την υφή, και οι καταναλωτές είναι δύσκολοι», σχολίασε η Jo Raven, διευθύντρια θεματικής έρευνας και καινοτομίας της FAIRR. «Αν δοκιμάσουν ένα προϊόν μία φορά και δεν τους αρέσει, δύσκολα θα πειστούν να το ξαναδοκιμάσουν».








